Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2015

ΕΜΕΙΝΑ «ΦΤΩΧΟΣ» ΓΙΑ ΝΑ ΛΕΩ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Πήρα από φίλο μου - αμέσως μετά την πρόσφατη ανάρτηση - το εγκωμιαστικό αλλά… συνάμα και προκλητικό μήνυμα που ακολουθεί,: «Ν’ αγιάσει η κοφτερή πένα σας! Να τη χαίρεστε! Μην σταματάτε να γράφετε, γιατί ο κόσμος μας έχει ανάγκη από τέτοιου είδους κείμενα, που του διδάσκουν την τόλμη, την αλήθεια, την πίστη...  Τη λεβεντιά!    Πραγματικά σας θαυμάζω…! Όμως, για το ψεσινό κείμενο που διάβασα, έχω τις επιφυλάξεις μου, τις αντιρρήσεις μου… Είμαι της γνώμης ότι «Ο ΜΑΝΤΕΛΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ» δεν είναι μόνο ο Σταύρος Γκούτζος, αλλά κι άλλοι πολλοί φυλακισθέντες μας. Στο πρώην δικτατορικό σύστημα όλοι τους - στα κάτεργα των φυλακών του Σπάτσι - υπέφεραν τα ίδια δεινά …» Απαντάω, με πλήρης κατανόηση και σεβασμό, στον αγαπητό μου φίλο: «Συμφωνώ απολύτως με την άποψή σας, όμως μάθετε ακριβώς τι συνέβηκε, πώς στέκουν τα πράγματα!  Ποια είναι όλη η αλήθεια, όχι η μισή: - Με το θάρρος την παλικαριά, την αντίσταση, την πρωτοφανή ανδρεία, τη θυσία μέσα στο κ

Ο ΜΑΝΤΕΛΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ

(Μια πινελιά για μια ζωή αντίσταση…) «Είδα το Σταύρο Γκούτζο δεμένον χειροπόδαρα στην πιο δύσκολη φυλακή. Παρόλο που το Σταύρο, τον είχαν σταυρωμένο σαν το Χριστό, δεν τον λύγιζαν εύκολα. Έβριζε ακατάπαυτα - κανονικά - το τυραννικό  καθεστώς. Ξεκινούσε η διαμαρτυρία του για τις απαράδεκτες, άθλιες συνθήκες στα κελιά, για το μπαγιάτικο ψωμί, που τρώγαμε… Και κατέληγε - με τα λίγα γράμματα και την απλή του λογική - στο αυτονομιακό δικαίωμα του τόπου του… Όσο περισσότερο αντιστέκονταν ο κρατούμενος - αφού τον έπνιγε η αδικία - τόσο πιο  δυνατά έσφιγγαν οι αλυσίδες τη σάρκα του. Απ’ τις ανοιγμένες πληγές στο σώμα του στάζαν συνέχεια αίματα. Τέτοια θυσία, παλικαριά και τόλμη, δεν πιστεύω να δουν πια τα μάτια μου… Ο Σταύρος, αναμφισβήτητα, στέκει πάνω απ’ όλους τους φυλακισθέντες εκείνης της καταραμένης εποχής…». Αυτά από το Σενιτσιώτη, Σπύρο Τσαμπίρη. Τον Πίπο, που έζησε μόνο λίγους μήνες τον Τσιάβο στα κάτεργα των χειρότερων φυλακών της Αλβαν

ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΚΛΑΡΙΝΑ…!

(Αυτή είναι η «χοροεσπερίδα» των Βορειοηπειρωτών…» Καλώς που διοργανώνουμε χοροεσπερίδες, ξεφαντώματα, φαγοπότια… Δεν έχω καμιά αντίρρηση. Μάλιστα τ’ αρέσω κι εγώ αφάνταστα. Βασικά τα κλαρίνα. Όταν τ’ ακούω γίνομαι άλλος άνθρωπος. Νιώθω να μου ευφραίνεται η ψυχή. Είναι θετικό να σμίγουμε μεταξύ μας: το χωριό, η περιοχή, η νεολαία… Να διασκεδάζουμε πολιτισμένα από κοινού… Αν θα ‘ταν παρόμοια η ανταπόκριση του κόσμου μας και στον κοινωνικό αγώνα, θα πετυχαίναμε έκδηλα αποτελέσματα. Όμως, στο γενικό πλαίσιο, σαν Βορειοηπειρωτική Κοινότητα αποτυγχάνουμε παταγωδώς... Εμείς που, ως Ευρωπαίοι πολίτες, έχουμε πλέον δικαίωμα διπλής ψήφου, σε δύο χώρες, σ’ Ελλάδα κι Αλβανία - μας μεταφέρουν με μισθωμένα λεωφορεία - το διπλό βόλι…, δεν το εκμεταλλευόμαστε σωστά, αξιοπρεπώς… Γιατί είμαστε εντελώς ανεύθυνοι… Σ’ όλη τη διάρκεια της 28χρονης περιόδου εκδημοκρατισμού, μ’ έντονα προβλήματα, με προκλήσεις και απρόοπτα - μέσα κι έξω από τον τόπο μ

Ο ΜΥΛΟΠΕΤΡΑΣ

Είναι σκληρή η δουλειά του μυλοπετρά. Μάλιστα κι αντί υγιεινή. Η σκόνη του στελαριού (στουρναριού) καταστρέφει τους πνεύμονες…   Η διαδικασία να ρίξεις μυλόπετρα: για νερόμυλο, για ανεμόμυλο είτε για μύλο με μοτέρ, ξεκινάει με την επιλογή στο μαντέμι της ποιοτικής στουρναρόπετρας. (Για να ‘ναι σκληρή, πρέπει να την εξάγεις από τα έγκατα της γης. Η μαζεμένη απ’ την επιφάνεια, γίνεται θρύψαλα. Αφού την έχει κάψει ο ήλιος).   Σε συνέχεια γίνεται το πελέκισμα της στουρναρόπετρας, με ειδικό τροχισμένο σφυρί. Σε μορφή, ώστε τα πελεκισμένα κομματάκια στουρναριού, ν’ ακολουθούν τον χαραγμένο κύκλο σε ξύλινο μπάγκο. Στο κέντρο του κύκλου διατηρείς το κενό (την τρύπα), που θα μπει ο κύλινδρος. Οι πελεκισμένες στουρναρόπετρες τοποθετούνται μία - μία, με τη σειρά, σε στρογγυλή φόρμα και τσιμεντώνονται. Αυτό το προτσές, στη γλώσσα του ειδικού, λέγετε «ρίξιμο μυλόπετρας». Όταν στεγνώσει το μπετό, τραβιέται η φόρμα, σηκώνετε η μυλόπετρα. Τη γυρίζεις και

ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ

(Είναι γλυκιά η ζωή…) Την πονάει περισσότερο ο γέροντας τη ζωή, όταν του τσακίζει η ηλικία. Όσο κονταίνει το σχοινί…τόσο φοβάται. Τον τρομάζει ο θάνατος… Απογοητεύεται.  Χάνει την ελπίδα Όμως…, είναι φτιαγμένη έτσι η ζωή, ώστε να προσαρμόζεται ο άνθρωπος στα «περήφανα» γηρατειά του… Παρόλο που ξέπεσε κάπως, του 'πεσε το πόδι, δεν παραδέχεται με τίποτε το μπαστούνι. Ακόμα και μετά τη βροχή, δεν ακουμπάει στην ομπρέλα.  Την κλείνει  και την κρατάει περήφανα στο χέρι. Τις προάλλες του πιάστηκε η μέση, κούτσανε κι αναγκαστικώς κινήθηκε με πατερίτσες. Αναρρώνοντας τις πέταξε, όμως αισθάνθηκε ότι στην ηλικία του πια να ‘χει κάποιο αποκούμπι. Πήρε μπαστούνι και το ΄κανε κουράγιο του εαυτού του. Ακουμπώντας πάνω του..., θα σπρώξει πια... όλη την υπόλοιπη ζωή του… Εντελώς μεταλλαγμένος, μουρμουρίζει: «Τι είναι το μπαστούνι;  Τίποτα!  Το φέρνει η τύχη, στο δίνει η μοίρα... Κάθε πρωί, που ξυπνάει, λέει: «Ξημέρωσα και

ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ Η ΙΔΕΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΚΙ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΥ ΟΔΗΓΟΥ

Η επίσκεψη επιτελείου της ΟΥΝΕΣΚΟ, στο επαρχείο Κάτω Δρόπολης, την περίοδο που υπηρέτησα σαν προϊστάμενος δημοσίων σχέσεων, δεν ήταν άστοχη.   Καθίσαμε για καφέ σε σημείο, απ’ όπου οι φίλοι έβλεπαν άνετα αρκετά χωριά της περιοχής. Ο Καναδός, μ’ εύστροφο νου και έξυπνο μάτι, μόλις αντίκρισε την καταπληκτική εικόνα που πρόβαλε μπροστά του, γυρίζει και μου λέει: - Ωραία τα πέτρινα χωριά… Τοποθετημένα τόσο όμορφα και τόσο κοντά το ‘να με τ’ άλλο… Όλα μαζί μοιάζουν με πίνακα ζωγραφικής… - Μπορείτε να βοηθήσετε στον καλλωπισμό τους; Αυτή η ζωγραφιά να γίνει πιο ελκυστική - του είπα χωρίς να πολυσκεφτώ. - Αυτός είναι ο στόχος μας. Να βρούμε κοινά σημεία σύγκλισης. Να μας δώσετε συγκεκριμένα σχέδια και προτάσεις. - Τι σχέδια και προτάσεις; - αναρωτήθηκα μέσα μου. Τότε το επαρχείο, δεν διέθετε ούτε μια φωτογραφία… Εκείνη τη στιγμή, εντελώς αυθόρμητα, μου δημιουργήθηκε η ιδέα προετοιμασίας κι έκδοσης Τουριστικού Οδηγού της περιοχής. Σαν η πιο κατάλληλη εκδ

ΤΟ ΝΤΑΜΠΟΡΙ

Το Νταμπόρι παλιά ήταν η πιάτσα του χωριού. Ο κόσμος, κατηφορίζοντας από το Μοναστήρι, από την Παναγιά… αυτού έστηνε το χοροστάσι.   Μικρός φέρνω στο νου μου δύο πρόσωπα, που κρατούσαν στα χέρια υψωμένο το μπαϊράκι: Το Λάκη Ντάκο (το κονάκι) και το Θωμά Σύρμο, που διατύπωσε την έκφραση: «Όταν είχαμε πόδια, δεν είχαμε παπούτσια, τώρα που έχουμε παπούτσια δεν έχουμε πόδια». Κάνοντας τόσο απλά, τη διαφορά ανάμεσα σε δύο συστήματα. Στο καφενείο του Κίτσιου Κότρου, που περισσότερο ήταν στέκι κουμαρτζήδων, ο κόσμος έπινε καφέ. Έτρωγε και το νόστιμο κέικ, που ετοίμαζε ο ίδιος.   Ο γκέγκας, που ερχόταν πεζός από την πέτρινη πόλη, με το ταψί στημένο πάνω στο κεφάλι, έπιανε μιαν άκρη και πωλούσε την πραμάτεια του: Τα κοκοτσέλια, το χαλβά, τις σιούφρες, τα κούφια, τις καραμέλες… Στο Νταμπόρι ακουμπούσαν τη μία πλάτη δύο γιοφύρια, που σ’ έβγαζαν αντίπερα. Της εκκλησίας στο «Μεσοχώρι» και του Τσιάμη, στην «Παλιουριά»…   Η πλατεία της χαράς - του τρικο

«ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΧΕ ΑΝΟΙΞΕΙ Η ΚΑΚΑΒΙΑ…»

Είναι παρεξηγήσιμος ο τίτλος. Τ’ αντιλαμβάνομαι… Προκαλεί πολύ… Σ’ αποτρέπει στη νοσταλγία για το πρώην δικτατορικό καθεστώτος. Στην επιθυμία για σύνορο κλειστό και στην απόκλιση της επαφής με την μητέρα Πατρίδα. Όμως δεν είναι έτσι..., άλλα εννοώ εγώ... Ο τίτλος είναι δανεισμένη έκφραση. Παρμένη από παρήλικες, που την έχουν στην κόχη της γλώσσας κι ερμηνεύουν το ζήτημα διαφορετικά… Σου τη λένε όλο παράπονο οι καημένοι από το πρωί με την καλημέρα του Θεού. Μόλις ανοίγουν το στόμα και ξεκινούν μαζί σου κουβέντα. …Και συνεχίζει η εμμονή τους. Σου εξηγούν: «Τ’ άνοιγμα του συνόρου ξεμυάλισε τον κόσμο. Πήραν οι νέοι το σακάκι κι έφυγαν. Εξαφανίστηκαν. Έγιναν καπνός… Παράτησαν γονείς, σπίτια, χωράφια…το χωριό… την Πατρίδα Τις περιουσίες… Έχουμε στρωμένο το τραπέζι, μ’ όλα τα καλά εμείς οι παλιοί σήμερα, δεν κλαιγόμαστε… … Αλλά έχουμε, δυστυχώς, ξέστρωτη την ψυχή… Την καρδιά χωρισμένοι στα δύο;! Μισή από δω, μισή από

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ…

Ο λαός είναι ποτάμι… Να φοβάσαι το ποτάμι…! Αν βγει από την κοίτη του - ξεχειλίσει - θυμώσει...γίνεται θηρίο… …Δεν κρατιέται εύκολα…ούτε με φράχτες, ούτε με σιδερένιες πόρτες… Με τίποτε… Σε πνίγει το ποτάμι - θηρίο… Αυτό το ποτάμι - πολλά ρυάκια μαζί - ψες βγήκε, ξεχύθηκε στην πλατεία Συντάγματος. Αυθόρμητα. Βούιζε διαρκώς. Όχι όπως πάντα, απ' αγανάκτηση για να πνίξει..., αλλά για συμπαράσταση. Να ποτίσει την ελπίδα. Τη ρίζα του δέντρου που ξεκίνησε να βγάζει κλώνους. Φύλλα. Να φουντώνει, να ρίχνει ανάστημα… Μακάρι… να μην ξεραθεί αυτό το δέντρο… Να μην μαραθούν τα φύλλα του. Να μην σπάσουν οι κλώνοι του… Να μην συρρικνωθεί η στέφανή του… Το ποτάμι κυλάει, κυλάει…πίσω δεν γυρίζει..., ... δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Δεν κοιμάται… ... δεν μπορεί να κλείσει μάτι… Να τρέμεις τ' ορμητικό - θυμωμένο ποτάμι…! Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ 12/02/2015

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ, ΠΟΥ ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Με προσωπική πρωτοβουλία με προσέλαβε στην ελληνόφωνη εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα» ο αρχισυντάκτης της … Θέση - καρέκλα, που ούτε μπορούσα να τη φανταστώ… Εγώ, ο γιος λατόμου. Η αξιολόγηση, προφανώς, είχε γίνει από κείμενα, που δημοσίευσα κατά διαστήματα, στις στήλες της εφημερίδας, ως εθελοντής ανταποκριτής. Έναντι καλής αμοιβής, για εκείνη την εποχή. (Με τα λεφτά αγόραζα βιβλία: μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές …) Ανάμεσα σε παλιούς - τέρατα της δημοσιογραφίας, όπως τον Πάνο Τσούκα, τον Κώστα Ζάβαλη, τον Παύλο Σιούτη… με χοντρά γυαλιά και ύφος βαρύ, που έγραφαν τα κείμενα σε μπότσες - ένιωθα ξένος. Καθώς μ ‘βλεπαν να γράφω δίπλα τους, αναρωτιόμουν: «Τι ζητάω εγώ εδώ…;!» Η παρέα μου ήταν τα νέα παιδιά της εφημερίδας: Ο Θανάσης Σούτζιος, ο Βασίλης Παππάς, ο Νίκος Αναγνώστης, η Χριστίνα Τσικόλα, η Ελεονώρα Καμπέρη… Σ’ όλους μαζί και στον καθένα ξεχωριστά, οφείλω παρά πολλά. Μ’ αγκάλιασαν με περίσσια αγάπη. Μ’ ενθάρρυναν, με στήριξαν δυναμικά. Μ’ έσπρω

Ο ΑΝΑΠΗΡΟΣ ΑΛΒΑΝΟΣ ΣΕ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ

Ακουμπισμένος ώρες πάνω σε δεκανίκια... Δεν απλώνει χέρι πείνας. Απλά κοιτάει κατάματα τους περαστικούς. Καλοξυρισμένο το ξερακιανό του πρόσωπο. Πεντακάθαρο. Τα μαλλιά του κοντά και περιποιημένα. Η φορεσιά του σεμνή κι ατσαλάκωτη. Όλο το είναι του μιλάει για καλοσύνη. Κι όμως η μοίρα τον τιμώρησε. Του λείπει το ‘να πόδι. Το ‘χει ακρωτηριασμένο. Το δεξιό σκέλος του τζιν παντελονιού του μαζεμένο προσεκτικά και περασμένο στη λουρίδα. Σταμάτησα μπροστά του. Το χέρι μου ενστικτωδώς μπαίνει στη τσέπη μου, βγάζει ψιλά και τα προσφέρει στον ανάπηρο.  Το σταρένιο χρώμα του προσώπου του κι άλλα χαρακτηριστικά, μαρτυρούν την καταγωγή του. - Απ’ Αλβανία είμαι - μου λέει - μετά από ερώτημα. Χαμογελώντας με δυσκολία, του μιλώ στη γλώσσα του… Μου λέει και τ’ όνομά του, τα 27 του χρόνια, την καταγωγή του, το Ελμπασάν, τη διαμονή στην Πατησίων… Έπειτα μάγκωσε η αφήγησή του στο επεισόδιο, που τ’ άλλαξε όλη τη ζωή: «Το πόδι, μου το πήρε το ’97. Τ

«ΑΜΑ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΠΡΟΣΕΧΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ…»

(Μεγάλες κουβέντες παρήλικων) Δεν θα προσηλωθώ στο: Αν ο μπάρμπα Ηλίας Κορκάρης υπηρέτησε ένα φεγγάρι τον Ελληνικό Στρατό, παρατώντας την Κωνσταντινούπολη… Αν ήταν μετρημένος ή αυστηρός σύζυγος με τη φρόνιμη, εργατική, γλυκομίλητη και υπομονετική Μάρθα… Αν ήταν πετυχημένος τυροκόμος… Αν κατέβαζε και κανένα περίσσιο ποτήρι. (Άνδρας ήταν κι από τη τσέπη του το έπινε. Σε κανέναν δεν έπεφτε χαβαλέ…) Θα σταθώ μόνο σ’ έναν απλό - σύντομο διάλογο, που έγινε μπροστά στα μάτια μου, μεταξύ του μπάρμπα Ηλία και της μάνας μου. Στο σοκάκι, μπροστά στο σπίτι μου. Αυτός ήταν όρθιος με τα χέρια δεμένα πίσω του κι η μάνα μου καθισμένη στο σουφά της εξώπορτας. Να καθαρίζει με το κοφτερό γυρτό ψαλιδάκι της τα νήματα από το κοφτό κέντημα στη μηχανή… Του λέει η μάνα μου: «Ηλία, που παραπονιέται ο Βαγγέλης, όσες φορές περνάει από δω, γι’ ανυπόφορο πονοκέφαλο. Πάρε το παιδί και πήγαινέ το σε γιατρό!». Ο μπάρμπα Ηλίας, με ύφος κάπως βαρύ, κοιτώντας μ

ΑΔΙΑΡΡΗΚΤΟΙ ΔΕΣΜΟΙ

Ο Ιλίρ Μίχο το 2002 σ’ ενοικιαζόμενο χώρο στη "Γκρανίτσα" της πέτρινης πόλης - όσο ένα κουτόσπιρτο -  πάλευε να συγκροτήσει τυπογραφείο. Σ’ αυτό εκτύπωσα τότε την πρώτη αδέσμευτη εφημερίδα μου, το «Δικαίωμα» κι αργότερα τον «Πύρρο». Πάνω στη γόνιμη συνεργασία μας γίναμε στενοί φίλοι. Σ’ επόμενη φάση σμίξαμε αδελφικά. Γίναμε σπίτι. Μετά από κοινή επιθυμία, με μεγάλη μου χαρά ανέλαβα τη βάφτιση του Λουκά - Αρμάντο.  Του μεγάλου υιού του Ιλίρ, με καταγωγή απ’ τη Φουσεμπάρδα. Χωρίο…, που όταν το επισκέφτηκα για πρώτη φορά, μ’ εξέπληξε πραγματικά με τις τοποθεσίες: «Ανήλιο», «Προσήλιο», « te kisha »…, που τις ανέφεραν τόσο φυσιολογικά στην καθημερινή τους επικοινωνία όλοι οι κάτοικοι. Ο Ιλίρ ομολογεί: «Στην Ελλάδα, που αγαπώ, φιλοξενήθηκα αδελφικά, έμαθα επάγγελμα, έβαλα στη τσέπη μου λεφτά και κάποια στιγμή αγόρασα μηχανήματα κι άνοιξα ιδιωτική δουλειά στον τόπο μου. Όλη η λειτουργία του τυπογραφείου μου σήμερα στηρίζεται γερά στη στε

«ΕΝΑΜΙΣΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΣ(Ψ)ΩΜΙ…»

Εσένα ίσως να σε έπιανε ο ύπνος το πρωί... Αυτόν, πριν βγει ο ήλιος, τον είχες έξω από την πόρτα.  Καθισμένο στο σουφά με τα εργαλεία έτοιμα για δουλειά... Ακουμπημένα κάπου σε μιαν άκρη… Ο Φώτος Ζντάβος, σου έλεγε, όταν γινόταν η συμφωνία για οποιαδήποτε δουλειά:  - Δουλεύω ήλιο μ’ ήλιο. Χειμώνας ήταν ή καλοκαίρι, δεν τον έμελλε. - Και η απολαβή; - Παίρνω ενάμισι και το τσ(ψ)ωμί.  (Ένα ναπολιόνι και μισό εκείνου του καιρού). Δεν το πρόφερε εύκολα το «ψ»… ο δόλιος.  Έφτιαχνε οβορούς, έσκαβε κήπους, καθάριζε τους βόθρους των σπιτιών… Συνήθως τον έβλεπες μ’ ένα κάρο μπροστά. Να το σπρώχνει, να το σπρώχνει, να το σπρώχνει…μια ζωή… Τα βασικά σύνεργα της δουλειάς του ήταν:  Ο κασμάς και το φτυάρι. Συμπλήρωμα η βαριά και οι σφήνες για να ‘σχιζε ξύλα. Δεν ήξερε Κυριακή  ήταν ή καματερή. Δούλευε ακατάπαυτα ο κακομοίρης… Δεν προλάβαινε να βγάλει από το κορμί τα ρούχα της δουλειάς. Μ’ αυτά έπεφτε, μ’ αυτά σηκωνόταν. (Το παντελόνι στη μέση του,

Ο ΑΛΛΟΣ ΜΟΥ ΕΑΥΤΟΣ…

Ο άλλος μου εαυτός δεν υπάρχει πια.  Καιρό τώρα τον ψάχνω μέσα μου και δεν τον βρίσκω πουθενά… Εξαφανίστηκε τελείως από την επιφάνεια της γης… Μετά από τριβές, ρήξεις, καθημερινό εσωτερικό πόλεμο, διαφωνήσαμε και χωρίσαμε οριστικά. Τον έκανα πέρα τον άλλο μου εαυτό…!!! Αυτός με τις παλιές αμαρτίες έμεινε κολλημένος στο χθες, εγώ υποστηριχτής του μέλλοντος, διαρκώς μεταμορφώνουμε. Άλλαξα ριζικά. Ο τρόπος σκέψης μου, όλη η δράση μου προχωράνε. Αγκαλιάζουν τη σύγχρονη εποχή, το εξελιγμένο… Η πλύση εγκεφάλου, που μου έγινε χρόνια στη σειρά από το πρώην καθεστώς, δεν ισχύει πια… Εγώ απελευθερώθηκα ολοκληρωτικά;…  Κι απορώ μ’ ορισμένους, που προσποιούνται τον προοδευτικό, πώς έχουν ακόμα αντικείμενο αντιπαράθεσης, μετά από δυόμισι δεκαετίες, τον παλιό κομμουνιστή…;! Ποιος πολύ ποιος ολίγο, να το λέμε αυτό συνειδητά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αφού κανένας δεν προέβλεπε με τίποτε, δεν έλπιζε την ανατροπή του πρώην συστήματος, ήμασταν άλλ

«ΦΑΜΙΛΙΑ ΜΟΥ…!!!»

(Συνέβηκε πριν από 50 χρόνια...) Το πρωτοφανή φαινόμενο, η σημερινή πλημμύρα στο χωριό, μου θυμίζει μιαν ιστορία φόβου, που την έζησα μικρός. Τότε είδα από κοντά να κινδυνεύει η ζωή συγχωριανών… Μετά τη βροχή, ενώ είχε φουσκώσει το ποτάμι, μικρά παιδιά φτιάχναμε παρέα βάρκες με χαρτί στο γιοφύρι του Κολλά και τις ρίχναμε στα νερά, που κατέβαιναν από τα Τρεκουλάκια, τη Δολιανή, τις Μούρσες... Οι περισσότερες βάρκες πνιγόταν. Όσες άντεχαν συνέχιζαν να πλέουν άνετα προς τα Μουσιά… Ήταν πρόγευμα. Ο δρόμος που σε οδηγεί στο δημόσιο ήταν πνιγμένος. Τ’ αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Γιώργος Κονόμος, παίρνει προσεχτικά τη στροφή και κατευθύνεται προς το χωριό. Στην κλειστή καροσερή είχε μέσα συχωριανούς που είχαν πάει στην πόλη για ψώνια και γύριζαν.  Κάπου, μεσοδρομίς, τ’ αυτοκίνητο βγαίνει απ’ το δρόμο... Ευτυχώς ακουμπάει η πλάτη του σε γκορτσιά, δεν αναποδογυρίζει τελείως κι αποφεύχθηκε έτσι ο κίνδυνος να θρηνούσαμε νεκρούς. Μικρός, θυμάμαι σαν να