Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2014

Ο ΠΥΡΡΟΣ ΔΗΜΑΣ ΗΔΗ ΝΑ ΕΙΧΕ ΠΑΡΑΙΤΗΘΕΙ

(Σήμερα, ημέρα της Εθνικής Γιορτής, σκέφτομαι τους παρήλικές μας, που πολέμησαν πλάι με τ’ αδέλφια τους το ‘40, αλλά που σήμερα η κυβέρνηση Σαμαρά - Βανιζέλου τους χωρίζει αδίκως μεταξύ τους…)   Κλείνουν τον βιολογικό κύκλο και φεύγουν σιγά  - σιγά από τη ζωή οι παρήλικες Βορειοηπειρώτες. Οι καλοί μας γονείς. Μ’ ένα παράπονο, μ ένα μεράκι στα χείλη. Που λέει: "Γιατί - στα τελευταία μας - μας έμπηξες μαχαιριά Σαμαρά;! Μας έκοψες το βοήθημα…;!" Ο Πρωθυπουργός έκανε τη φοβερή, αδιανόητη, απάνθρωπη διάκριση.  Χώρισε, διαφοροποίησε τους Έλληνες Βορειοηπειρώτες παρήλικες απ’ τους υπόλοιπους Έλληνες. Έριξε όλο το βάρος της κρίσης στην καμπούρα του αδύναμου. Μα η κρίση είναι κοινή!!! Και πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί από κοινού!!! Της Βορειοηπειρώτισσας, Έλλης Λούκα, που υπέφερε τα δεινά του σκληρού δικτατορικού συστήματος στην Αλβανία και διαμένει με τον ανάπηρο άνδρα της στην Κυψέλη, πριν από χρόνια της αφαιρέθηκε το βοήθημα. Ενώ της Ελλ

ΠΑΝΩ ΣΕ ΘΕΜΕΛIΑ ΣΤΑΒΛΟΥ ΑΝΕΓΕΡΘΗΚΕ ΤΟ ΝΕΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΚΤΗΡΙΟ

(Σύμφωνα με αφήγηση του δάσκαλου, Βασίλη Γκούτζου). Θυμάμαι: Κάτω κάναμε μάθημα. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας, στο τσιμεντένιο πάτωμα οι γυναίκες τράζανε καλαμπόκι. Ως τότε το νέο σχολικό κτήριο, ήταν ένα μέρος για μάθημα και ένα άλλο για αποθήκη σιτηρών.. Από την κεντρική πόρτα έμπαιναν οι μαθητές για μάθημα. Από ένα τεράστιο παράθυρο, στο οποίο ήταν ακουμπισμένη ξύλινη σκάλα, οι συνεταιριστές ανέβαζαν στην πλάτη το γέννημα. Συσκευασμένο σε σακιά. Έχει παράξενη ιστορία, η ανέγερση του σχολικού κτηρίου. Να την αφηγηθώ:  Ο Λάκης Μάνος τότε έδινε μάθημα στη Βάνιστα, ενώ ο Λάκης Γκούτζος στο Χάσκοβο. Σαν η Τάσιο με τη Μάρω, γυρίζανε μαζί στο χωριό. Οι δάσκαλοι, περνώντας μπροστά από το μαγαζί του χωριού, είπαν να πουν μια καλησπέρα στον Κώτσιο Μήλο. Και να τον ρωτήσουν: - Τι κτήριο θ’ ανεγερθεί λίγα μέτρα πιο πέρα; Λαμβάνουν την απάντηση: - Ακούω ότι θα κτιστεί στάβλος για στέγαση αγελάδων και βοδιών του συνεταιρισμού. Ένα κομμάτι, θα λει

ΔΟΥΛΕΜΑ ΨΙΛΟ ΓΑΖΙ

(Έχει γίνει συνήθεια - νόμος πια το προεκλογικό ψέμα)   Το σημερινό πολιτικό σύστημα είναι βουτηγμένο μέσα στο ψέμα και στην απάτη. Αναδύει μπόχα σαπίλας…    Σπανίζει ο καθαρός, πιστικός πολιτικός λόγος. Αυτή η αρνητική εικόνα απομακρύνει από την ενασχόληση με την πολιτική των πετυχημένων, έντιμων προσώπων. Οι οποίοι το αηδιάζουν… Πετυχαίνει την καρέκλα ο ξετσίπωτος. Εκείνος που λέει όσο περισσότερα και ωραιοποιημένα ψέματα στο κοινό. Και τα καλύπτει, πάντα με το στερεότυπο: «Προεκλογικά τα είπα, δεν υπολογίζονται οι προεκλογικές δεσμεύσεις». Αν επιθυμούμε να βάλουμε τάξη, ν’ αλλάξουμε ριζικά τα πράγματα..., τότε βάζουμε κανόνες. Ο πολιτικός ψεύτης - βάσει νόμου - να οδηγείτε στο σκαμνί του κατηγορούμενου.. Κι η δικαιοσύνη απέναντί του να είναι αμείλικτη. Θέτουμε σε ισχύ σκληρό νόμο, που να λέει: - Ο πολιτικός που ψεύδεται προεκλογικά και υφαρπάζει την ψήφο του λαού, τη δύναμή του και μετά, κατά τη διακυβέρνηση του τόπου, δεν εφαρμό

ΒΑΘΙΑ Η ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΣΗΣ

(Ας ήμαστε ρεαλιστές…) Διατυπώνω, απ’ την αρχή, την άποψή μου, για τη σχέση ανάμεσα Αλβανών και Ελλήνων Βορειοηπειρωτών. Για τον ισχυρό αυτό δεσμό μεταξύ μας. Της μπηγμένης βαθιά, από πολύ παλιά, ρίζας φιλίας και συναδέλφωσης.  Διαπιστώνω ότι είναι αδιάρρηκτος αυτός ο δεσμός. - Όσο κι αν θέλει κανείς, δεν τον διασπά εύκολα και με τίποτε -. Εξηγώ πρακτικά. Ξεκινώντας, πρώτα, απ’ τη σχέση που έχει με τους Αλβανούς η σκεπή μου: Η γυναίκα, που βρίσκεται περίπου 28 χρόνια στο πλευρό μου κι έφερε στη ζωή το μοναχογιό μας, είναι Αλβανίδα. Δηλαδή η μικρή μου οικογένεια είναι ένα μείγμα: Από Ελλάδα κι Αλβανία. Πολλοί Αλβανοί είναι στενοί, αδελφικοί μου φίλοι. Με συνέδεσαν μ’ αυτούς οι σπουδές, οι δημόσιες σχέσεις, οι συνεργασίες, οι παντρειές, οι κουμπαριές… Άνθρωποι, απ’ τον κορμό της φυλής μου - τον στενό μου κύκλο - είναι από παλιά σκορπισμένοι σ’ όλη τη χώρα… Στη σύγχρονη εποχή, μετά το ’90, παρατηρούμε το νέο φαινόμενο, τη συγκεκριμένη πρ

ΔΙΔΑΓΜΑ ΑΠΟ ΤΣΙΓΓΑΝΟΥΣ

(Από το αδημοσίευτο βιβλίο «Τρικλοποδιές» Στημένη είναι η τέντα. Το τσαντίρι τους. Κάπου εκεί, στο πάρκο «Αντώνης Τρίτσης» στους Αγίους Αναργύρους. Τσούρμο τσιγγάνων κατάκλυσε το χώρο αυτό. Όλοι είναι στα χάη τους. Ζουν την ατέλειωτη χαρά…! Μετά την  τράμπα σαν να έπιασαν λεφτά με το τσουβάλι. Οι διοργανωτές ετοιμάζουν ανοικτή σύναξη κάτω από τσαντίρι. Κάτι καλό πάει να γίνει… Οι τσιγγάνοι, φορεμένοι στα γιορτινά, γεμάτοι χαμόγελο. Συνεννοούνται ήρεμα στη γλώσσα τους και στα ελληνικά. «Τι είμαστε εμείς; - λένε. - Αλβανοί που ήρθαν χθες και δεν προσανατολίζονται  εύκολα; Εμείς είμαστε ντόπιοι κάτοικοι…! Μας πέρασαν οι Αλβανοί, όμως, στον τρόπο διοργάνωσης. Διατυμπανίζεται ότι θα ιδρύσουν κόμμα. Συσπειρώνονται, για ν’ αντιμετωπίσουν τη ρεμούλα τους. Θα ενώσουν τη φωνή, για να την απευθύνουν σ’ αποδέκτη…». Οι τσιγγάνοι, όπως μας λένε, επιχειρούν  ν’ αναδείξουν τον πρόεδρο της «Βουλής» τους. Προτού, φαίνεται, είχαν προηγηθεί εκλογές: Σε κάθ

ΣΕ ΒΡΑΣΗ ΧΤΥΠΙΕΤΑΙ ΤΟ ΣΙΔΕΡΟ

Αρκετός κόσμος, δεν μπορεί κι ούτε πρόκειται να αντιληφθεί πόσο επικίνδυνο και θλιβερό ήταν το μεσονύκτιο επεισόδιο στη Δερβιτσάνη. (Μετρήθηκε από τους άξεστους χούλιγκαν, ζόρκους εθνικιστές ξανά ο σφυγμός του αμυντικού χωριού - οχυρό, για να δει, αν το γονατίζει. Με απώτερο στόχο, να ρίξει, κατά τ' άδεια μυαλά, μετά βήματα παραπέρα…)    Δηλώνω, ως αυτόπτης μάρτυρας υπεύθυνα, για να διανοηθεί σωστά κανείς τις πραγματικές διαστάσεις του εθνικιστικού φαινόμενου: Στο παρά πέντε θα θρηνούσαμε θύματα, αν η φάλαγγα των 100 αυτοκινήτων, θα είχε την δυνατότητα να μπει, τη σκοτεινή νύχτα εκείνη, στο χωριό. Σίγουρα…, θα είχαμε αναπόφευκτο μακελειό… Θα σκοτώνονταν άδικα νέα παιδιά - ανεξαρτήτως που θ’ ανήκαν - στη μια ή στην άλλη πλευρά - και θα έκλαιγαν μανάδες… Γιατί τα αίματα είχαν ανάψει τόσο πολύ, που ούτε μ’ αλυσίδες δεμένος, δεν κρατούνταν εύκολα κανένας. Αφού οι χυδαίες προκλήσεις, που γινόταν απ’ την απέναντι όχθη: Με μάνα, αδελφή κι ότι κρατάε

«ΣΥΜΒΙΩΣΗ» ΔΥΟ ΕΘΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕ ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΠΥΓΜΗ

(Το εθνικό μίσος, για να φανεί, δεν χρειάζεται να έχει κέρατα!!!) Ψες κατάλαβα καλά και είδα  πώς διαπράττεται ένα έγκλημα… Πώς σου κόβεται η ανάσα απ’ τα όσα αισχρά ζεις από κοντά και πώς σου ανάβει το αίμα και σου χτυπάει δυνατά τις φλέβες. Κι είναι έτοιμο να εκραγεί... Στα καλά καθούμενα, χωρίς να ενοχλήσεις κανέναν, να μπαίνει μεσάνυχτα στο χωριό σου - στο σπίτι σου - ολόκληρη φάλαγγα, ομάδα Αλβανών χούλιγκαν και να σε προκαλεί. Να σε υβρίζουν οι τραμπούκοι. Χυδαία. …Με μάνα, αδελφή κι ότι κρατάει το σπίτι σου…! Μα… και τη Σερβία να υβρίζουν - μετά το ψεσινό προκλητικό ματς με την Αλβανία στο Βελιγράδι - και την Ελλάδα. Για ποιο λόγο «τάχα» στη Δρόπολη…(;!) Να χτυπάν με σιδερολοστό άνθρωπο, να καταστρέφουν αυτοκίνητα, να σπάνε γρίλιες καταστημάτων. Να τρομοκρατούν οι βάρβαροι, μέσα στα μεσάνυχτα, το φιλήσυχο δερβιτσιώτη. Δέκα αυτοκίνητα φεύγουν, εκατό έρχονται… Λες και τώρα θ’ ανάψει ο πόλεμος. Την αλβανική αστυνομία, ως

ΣΚΑΒΟΥΜΕ ΤΟ ΛΑΚΚΟ ΜΑΣ...!!!

(Ένα λάκκο μας φτιάχνουν, άλλον μας σκάβουν) Ο λάκκος - απειλή, φοβία, τρόμος… στη Δερβιτσιάνη δαμάστηκε. Του βάλθηκε πια, εδώ και μερικά χρόνια, χαλινάρι.   Μπαίνουν τα νερά του, κάπου κοντά στου Στέργιου, σε υπόγεια διάβαση και βγαίνουν στο «Ταμπόρι», στη γέφυρα. Εκεί σμίγουν με του Σαραντινού. Για να ακολουθήσουν μαζί, σε συνέχεια την πειθαρχημένη διαδρομή.  Το κανάλι, που τα οδηγεί στα «Μουσιά». Οι γέφυρες: του Σιάνου, της εκκλησίας, του Τσιάμη, του Γκάση, τα μπέντια, είναι πια παμπάλαια ιστορία. Μαζί και με το περιστατικό του ’47, που ξεχείλισε ο Μεγαλάκκος και μπήκαν τα νερά σε σπίτια. Κι απείλησαν ακόμη και τη ζωή μωρού σε σαμαρίτσα. ... Χάλασαν σωκήπια, γιαπί πάνω στην οικοδομή και λοιπά… Η ανησυχία των μανάδων: «Βγήκε ο λάκκος…, πώς θα πάνε τα παιδιά μας στο σχολειό, πώς θα βγάλουμε το βιο στο τσομπάνο, πώς θα περάσουμε απέναντι για να πάμε στα χωράφια…», δεν υπάρχει πια. Κυλάνε τα ορμητικά νερά τώρα κάτω από τα πόδια μας.  Σ

«ΤΩΡΑ... ΘΑ ΦΑΜΕ ΤΟ ΓΑΛΑ ΜΕ ΤΟ ΠΙΡΟΥΝΙ!!!».

(Αφιερωμένο κείμενο με πολύ αγάπη, στον ΜΠΑΡΜΠΑ - Κόλια (Κύρο) Νίκο) Πέρασε το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του στα βουνά… Βοσκώντας, αρμέγοντας, φροντίζοντας με περίσσιο μεράκι τα πρόβατα… Παρέα με τα σκυλιά, με τις στρουγγαράτσες, τους ματαράδες, τα κυπροκούδουνα… Στη "Ζγκόρα", στη "Ζιάγκα", στο "Λουίζι"… Μέσα στο λιοπύρι, στις βροχές, στις βροντές… Στις ανεμοθύελλες… Όποιος διάβαινε από κει, τον έκραζε ο μπάρμπα - Κόλιας με τη βραχνή και παραπονιάρα του φωνή, να γυρίσει από τη στάνη. Να τον φιλέψει. Να του βάλει μπροστά ότι είχε και δεν είχε το κονάκι: Τριμμένο γάλα με καλοψημένη λιπανή στην πλάκα, τυρί, γιαούρτι, μυζήθρα… Έπειτα… τον ξεπροβοδούσε: «Άιντε... να πας στο καλό τώρα...!». Συνήθως οι περαστικοί ανηφόριζαν να μαζέψουν στην κορυφή του βουνού τσάι, να μεταφέρουν από κει κοπριά… Κάτω από την κάπα του μπάρμπα - Κόλια, πλάγιασε πολύς ντουνιάς. Δικοί μας και ξένοι. Όταν συνομιλούσε με οποιονδήπο

«Ο,ΤΙ ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΠΟΡΤΑ ΣΟΥ»

(Κοινωνικό θέμα) Ποτέ δεν κάθισε ο συνομιλητής, που μου εξιστορεί το περιστατικό, να μελετήσει τι θέλει συγκεκριμένα να πει ο λαός με το ρητό: «Ό,τι κλείνει η πόρτα σου!». Δεν του κίνησε ποτέ την περιέργεια, να ρίξει τουλάχιστον μια πρόχειρη ματιά στη σχέση του ρητού με τη ζωή. Τ’ άκουγε και το προσπερνούσε.   Το κοιτούσε ψυχρά. Αφού δεν είχε καμιά σχέση με ίδιο είτε παρόμοιο γεγονός, που να τον άγγιζε προσωπικά. Κοίτα όμως, πώς τα φέρνει ο τροχός! Όπως δεν στο χωρεί ο νους! Μια μέρα η δύσκολη κατάσταση ξημέρωσε στο σπίτι του.   Πιέστηκε αρκετά και κατάλαβε   τ' ό,τι εννοεί το ρητό ... ... Η μάνα του γέρασε πολύ. Κι επομένως στα τελευταία της   ήθελε   κάπου   ν' ακουμπήσει. Να βοηθηθεί. Η επιθυμία της ήταν τα γηρατειά της   να τα μοιραστούν εξίσου όλα   τα τέκνα   της. Να, όμως, που δεν συνέβη αυτό κι η δόλια πληγώνεται. Σχεδόν όλα τα βάρη: η θυσία, η αγωνία, έπεσαν μόνο πάνω στο μικρό γιο. Τ’ άλλα παιδιά απομακρυσμένα, εξαφανισμένα … Σχεδόν

«ΞΥΣΟΥ ΜΕ ΤΟ ΝΥΧΙ ΣΟΥ!»

(Από το δημοσιευμένο βιβλίο «Εγκατάλειψη) Κακά τα ψέματα! Αν η Ελλάδα, δεν συμπαρασταθεί, δεν βάλει χέρι στην πληγή που αιμορραγεί, μα θα συνεχίσει να μας γυρίζει την πλάτη, σύντομα θα χάσουμε το παιχνίδι. Θα εγκαταλειφθεί ο τόπος μας. Δυστυχώς το Ελληνικό Κοινοβούλιο, δεν είπε τίποτε ακόμα. Δεν άνοιξε στόμα. Δεν σκέφτηκε για μας, όχι και να πράξει. Δεν χάραξε καμιά πολιτική για την τύχη  του τόπου μας. Βλέπει τους εναπομείναντες, σαν αναμμένο αθράκι σε ξένη ομπλή και, με τη σιωπή του, την απραξία του, επιθυμεί να το σβήσει. Και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης σιωπάν. Δεν μας πλησιάζουν. Δεν αγγίζουν καθόλου το θέμα μας. Όλα τα τηλεοπτικά κανάλια, καλημερίζουν τους Έλληνες σ’ όλο τον κόσμο. Λένε διάφορα. Για μας, που μας έχουν έξω από την πόρτα, σ’ εδαφική συνέχεια, δεν βγάζουν μιλιά. Σαν να έχουν κάνει κρυφή συμφωνία μεταξύ τους… Σαν να περιμένουν τον τελευταίο ασπασμό. Το άδειασμα του τόπου. Για να βγουν και να μεταδώσουν την είδηση, που πουλά