Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2014

«…ΔΕ ΜΕ ΒΑΡΑΕΙ ΜΙΑ ΑΣΤΡΑΠΗ…!»

(Η εξομολόγηση της γιαγια - Κατέρως από την Τρέμουλη) Κανείς δεν έκατσε να δει τι απέγινε μετά απ’ όλη εκείνη την προεκλογική βαβούρα… Πήγαν περίπατο: Εκφωνήσεις, αφίσες, φωτογραφίες, συνεντεύξεις, αντιπαραθέσεις, ανακοινώσεις, χειραψίες, επιστολές, τηλεφωνήματα, μηνύματα, τραπεζώματα, κλαρίνα… Χαμός στο ίσιο… Μας ζάλισαν οι υποψήφιοι με τα παρακάλια, για να τους ψηφίσουμε… Τη Δεύτερα, όμως, χάθηκαν από τα μάτια μας διαμιάς. Η γιαγια - Κατέρω από την Τρέπουλη έχει μεγάλη σκοτούρα. Εκνευρισμένη, λογαριάζει με τα δάχτυλα. Της βγαίνουν μόνο δύο - τρις υποψήφιοι που μπήκαν σε δημοτικά συμβούλια. Στην Ευρωβουλή κανένας. Σκάει από το κακό της… Χολιάζει η κακομοίρα. Όταν, όμως, βαθαίνει περισσότερο, σκέφτεται τα σικλέτια της, ρίχνεται σαν οχιά: - Τους έγινε φίνα! - λέει. Αφού ξέχασαν τα κούσιαλα και τρέχανε να γίνουν γαλονάδες…! Κοίτα τι άκουγα όλες αυτές τις μέρες στα σοκάκια του χωριού. Ο Τέλης απ’ το Φανάρι, συνεννοήθηκε μ’ έναν Β

«ΕΡΧΟΝΤΑΙ… ΝΑ ΜΑΣ ΠΑΡΟΥΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ…»

(Το θερινό όνειρο του παππο - Νάσιου (Γκάση) Καραντζιά) Ο παππο - Νάσιος ήταν «αθυρόστομος»… Κοίτα τι είπε σε περίοδο που το κράτος άρμεγε το φουκαρά:  «Πού να  βρούμε εμείς οι γαιοκτήμονες τ’ αβγά, το γάλα, το βούτυρο, το μαλλί... Αφού τέτοια προϊόντα, δεν παράγουν τα χωράφια μας». …Θα του έριχναν τις χειροπέδες αν δεν είχε, εκείνον τον καιρό, γιους με κύρος: τον Μιχάλη και τον Γιώργο …   Αρκετές φορές -  μικρούλης - έτυχε να πάω το μεσημεριανό στον παππο - Νάσιο στ’ αμπέλι του, σε περίοδο της σταφυλοπαραγωγής.  Έκανα τη δουλειά  του έγγονού του, που βαριόταν να διασχίσει καθημερινά - πότε πεζός και πότε μ’ αυτοκίνητο - τον κουραστικό δρόμο από την πόλη στο χωριό. Ετοίμαζε η μάλε - Τίκα το φαγητό, το ‘βαζε σε πάνινο  σακούλι, του ‘δενε καλά το λαιμό και με ξεπροβοδούσε πάντα με την ίδια μονότονη  βαρετή συμβουλή: - Μην παίζεις τίποτε, ψυχή μου, με το σακούλι, στο δρόμο, γιατί θα χύσεις το φαγητό! Για να φτάσω νωρίτερα στον προορισμό -  αποφεύγον

ΣΗΜΕΡΑ «ΕΓΙΝΑ» ΕΛΛΗΝΑΣ

Σήμερα ορκίστηκα.   Από δω και πέρα πλέον είμαι «Έλληνας».  Με τα «όλα» μου.   Αλλά … δεν ένιωσα τρίμμα χαράς μέσα μου.  Μου έχουν σκοτώσει τη χαρά. Τη χαρά του Έλληνα.   Περίμενα την τελετή ψυχρά. Πρόβαλε μπροστά μου μόνο η μακρά ταλαιπωρία.  Τίποτε άλλο.   Από τότε που πέρασα το σύνορο (02/02/1991)… και το πόδι μου πάτησε άγιο χώμα Πατρίδας, κι ως τα σήμερα (07/03/2014…, μετράω περίπου 23 χρόνια. Μια ολόκληρη ζωή «χωρίς Πατρίδα». Άσπρισα στο περίμενε, για να γίνω «Έλληνας».  Εγώ ο Έλληνας.   Σαν να μη με βύζαξε Ελληνίδα μάνα, να μην με νανούρισε στα ελληνικά, να μην μου πρωτομίλησε στη μητρική μου γλώσσα…   Με έβαλαν στη σειρά με τους ξένους σε τμήμα αλλοδαπών. Και με χειρίστηκαν χειρότερα από αλλοδαπό.  Όλες οι κυβερνήσεις.  Όλα τα κόμματα… Ότι χειρότερο...   Μεσολάβησε, κατά περίεργο τρόπο, αίτηση πολιτογράφησης.  Μετά από έρευνα πολλών ετών - ψιλό κοσκίνισμα - επιτέλους με βρήκε και με δέχτηκε η πατρίδα μου σαν Έλληνα…

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΕΝΟΣ ΟΡΦΑΝΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Σ’ όλη τη διαδρομή, για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, η διαδικασία σε αστυνομικό τμήμα, για την έκδοση της ταυτότητας - μέχρι χθες ήταν πανεύκολη. Μέσα σε λίγη ώρα, έλυνες το πρόβλημα.  Χαλάρωνες από το πολυετή άγχος και πήγαινες σπίτι σου. Τώρα είναι χρονοβόρα κι αυτή.  Φάρδυνε, βάθυνε περισσότερο το χαντάκι. Έγινε σχεδόν απροσπέραστο. Κι ούτε υπάρχει καν άλλο μονοπάτι. Αν μ’ ένα «πήγαινε» έλυνες το πρόβλημα. Τώρα θα χρειαστούν δύο, ίσως και τρία… Αντί ενός ή και δύο επισήμων εγγράφων, θα έχεις πια ολοκληρωμένο φάκελο από δικαιολογητικά στα χέρια σου. Βασικά περνάς πάλι σε κόσκινο...ψιλό.  Στο δεύτερο σημείο των δικαιολογητικών, που υποχρεώνεσαι να παρουσιάσεις στην αστυνομία, μ’ έντονα μαύρα γράμματα διαβάζεις: «Η Υπηρεσία μας προβαίνει σε υποχρεωτική αυτεπάγγελτη αναζήτηση, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου και δεν γίνεται δεκτό κανένα πιστοποιητικό που προέρχεται από τα Κ.Ε.Π. ή το Δήμο». Νάτο ξανά το καρτέρι! Το στενό μαρ

ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΡΓΑ

Τέσσερα τα έργα, μία και μοναδική η ιδέα που τα διαπερνά. Η ανάδειξη - η προβολή των αξιών του τόπου μας. Μα και ο προβληματισμός του. Οι ανησυχίες και οι προσδοκίες των ανθρώπων μας.  

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ

(Στιγμιότυπο) Τον συναντάς και τώρα, περίπου στα 80 του, να διασχίζει ένα στενό σοκάκι, να σταματάει μπροστά σε μια εξώπορτα με σκαλιστή πέτρα, στον Κάτω Μαχαλά, να την ανοίγει αθόρυβα και να μπαίνει μέσα. Δίνει ειδικά μαθήματα σ’ έναν μαθητή. Ο Γιάννης Ζιακός, φαντάζομαι είναι ο αντάξιος εκπρόσωπος όλων εκείνων των  εκπαιδευτικών μου - της παλιάς στρατιάς - που με πήραν από το χέρι και με συνόδεψαν στον όμορφο, ανηφορικό δρόμο της μάθησης. Δάσκαλοι, οι οποίοι, βασικά, μου δίδαξαν με περίσσια υπομονή την υπομονή. Το άλφα και το ωμέγα του αλφάβητου. Συνάμα κι όλης της ταραγμένης μου ζωής. Σ’ όλους αυτούς, και τους ευχαριστώ, χρωστάω αυτό που είμαι. Θυμάμαι ένα περιστατικό. Σας το αφηγούμαι ατόφιο, ακριβώς όπως συνέβη: …Εκείνο το απόγευμα, σύσσωμη όλη η τρίτη τάξη Δημοτικού, πετάξαμε τις τσάντες σε μια άκρη του γηπέδου και μπήκαμε ως το νύχτωμα στο πολύωρο παιχνίδι. Η μέρα αν ήταν διπλή, εκεί θα παραμέναμε. Θα φυτρώναμε στο γήπεδο… Λιώμ

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΨΥΧΗ

Από την άκρη του κόσμου, κάθε καλοκαίρι η Αντωνέτα Βαρσάμη, έρχεται στην Καλογοραντζή. Και ξαναφεύγει. Σαν ταξιδιάρικο πουλί… Διασχίζει μεγάλες αποστάσεις. Ολόκληρο Ατλαντικό Ωκεανό. Η Νέα Υόρκη και η Καλογοραντζή γι’ αυτή είναι πολύ κοντά. Σαν εδώ κι αυτού. Την τρώνε τα «χέρια» για δουλειά… Δουλεύει εθελοντικά, σαν να την έχεις βάλει στην πρίζα. …Ενώ, θα μπορούσε κάλλιστα να την αράξει στο καινούργιο καλλωπισμένο  της σπίτι στο χωριό, δεν μπορεί. Σου λέει: «Τον εθελοντισμό, όπως και πολλά άλλα θετικά, τον διδάχτηκα στην Αμερική».   Μα…, ο εθελοντισμός της βασικά, πιστεύω, έχει την αφετηρία στην μεγάλη της καρδιά. Στο παρατημένο σχολείο - στο οποίο μετέτρεψε ένα χώρο σε φροντιστήριο - μαζί με τη συνεργάτισσά της, Βαλεντίνα Σούτζιου, μαθαίνουν στα παιδιά αγγλικά, παραδοσιακά τραγούδια, χορούς του τόπου, κέντημα, μαγειρική, επιτραπέζια παιχνίδια… Κάθε χρόνο ετοιμάζει  και δίνει μια παράσταση. Προσφέρει στους εναπομείναντες χαρά. Πρωτοτυπεί σε

ΑΥΤΑ ΤΑ «ΕΡΓΑ» ΜΑΣ ΜΑΡΑΝΑΝ…!

Άλλοι «μαστόροι» μπαίνουν, άλλοι βγαίνουν στη Δερβιτσιάνη. Τις μέρες, τουλάχιστον, που είμαι εγώ εδώ. Επισκευάζουν τηλεοράσεις, ψυγεία, πλυντήρια του κακόμοιρου κόσμου… Πολλοί συγχωριανοί φορτώνουν σε αυτοκίνητο τις ηλεκτρικές συσκευές, που καίγονται συνέχεια από τη χαμηλή τάση ρεύματος και τις μεταφέρουν στην πόλη… Το ηλεκτρικό 2 - 3 - 5 φορές την ημέρα φεύγει…και περιμένεις, περιμένεις… να ‘ρθει… Χάλι μεγάλο. Αγιάτρευτη πληγή. Τραβάει αυτή η κατάσταση 24 χρόνια τώρα. Κι ένοχος είναι ο κανείς. Το κεφαλοχώρι, δεν έχει ούτε πόσιμο νερό. Διψάει το 2014… το ίδιο σαν τον παλιό καιρό… Πηγαίνει με τα πλαστικά μπουκάλια ο κόσμος να πάρει νερό σε άλλα χωριά, σε άλλες πηγές… ...Κι έφτιαξε το επαρχείο στο χωριό, τεράστια εξέδρα για χορό και για προβολή των «αξιόλογων» προσώπων, για τη μεγάλη Αυγουστιάτικη γιορτή… Έχουμε προέδρους χωριών, έπαρχους, βουλευτές… Όλοι κάθονται και αγναντεύουν…  Είναι απλοί θεατές της άθλιας κατάστασης. Πιάνουν θέσει

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

( Δοκίμιο) Λίγα είναι τα ποιήματα του Κώτσιου Σούτζιου από την Καλογοραντζή.   Δεκαπέντε όλα - όλα. Ούτε στίχος παραπάνω.  Το καθένα γραμμένο με πολύ πάθος, με πολύ έμπνευση, όποτε τον έπιανε η κλάρα, η  λόξα του ποιητή.   Μόλις του έλειψε ο κόσμος, είδε ν’ αδειάζει το χωριό, άδειασε και η ψυχή του μπαρμπα - Κώτσιου. Αγχώθηκε, μελαγχόλησε πολύ κι όλη την πίκρα της ψυχής του την έριξε στο χαρτί, σ ε στίχους: Αχ, πώς αλλάξανε οι καιροί, πώς άλλαξαν τα χρόνια, να ζουν γερόντια μοναχά, χωρίς παιδιά κι αγγόνια. Να ξεριζώνονται χωριά, να κλείνουν τα σχολεία, να κλαίνε οι δρόμοι για παιδιά, να κλαίνε τα θρανία! Πώς ήρθαν τέτοιοι οι καιροί, πώς ήρθαν τέτοια χρόνια, να χάνονται σιγά - σιγά, τραγούδια και ζακόνια! Έλαχε να πάμε σπίτι του. Τον βρήκαμε καθισμένο στη βεράντα, κάτω από την κληματαριά. Ήταν σκεφτικός. Βιάστηκε να μας πει ότι γράφει ποιήματα. Μας απάγγειλε κιόλας λίγους στίχους. Έτσι όπως τους θυμούνταν: Με πήρε ο πόνος κι ο καημός, να δω τη γειτ

ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ Ο ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΟΣ ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ

(Ένα σεμνό κείμενο για την ποιητική συλλογή "101 ποιήματα για μια χούφτα τόπο"). Χώρεσαν μπόλικη ζωή τα 101 ποιήματα. Οι 109 σελίδες της ποιητικής συλλογής του Ανδρέα Ζαρμπαλά. Απλή η γλώσσα. Όλες οι λέξεις κατανοητές. Για να μπει εύκολα στο νόημα της ποίησης ο κάθε αναγνώστης.  Να αισθανθεί, να επηρεαστεί, να διδαχτεί... Όμως, φιλοσοφημένος ο στίχος. Να κοντοστέκεσαι λιγάκι - λογικό είναι - για να προσέξεις τι θέλει να πει ο ποιητής. Φιλοσοφεί, όσο αντέχει η ποίηση. Το όμορφο, που σου αποτυπώνεται στο νου και δεν το ξεχνάς με τίποτε, στο προσφέρει με επιλεγμένες λογοτεχνικές εικόνες. Όσα σου λέει ο  ποιητής είναι υπαρκτά, χειροπιαστά. Είναι ο τόπος μας. Με τα βουνά, τους κάμπους, τα ποτάμια, τα παιδιά, τα άλογα... Τις νύχτες, τον πόνο, την πίκρα. Τους παππούδες, τους πατεράδες, τις ελιές… «Οι ελιές μας δεν είναι δέντρα. Όταν φεύγουμε/ κι όταν γυρίζουμε/ περνάμε ανάμεσα στους παππούδες. Ακούμε να λένε/ την ιστορία του Φράγκου/ πώς έβαλε

ΤΙ ΣΕ ΦΤΑΙΕΙ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ…(;!)

Έχω μια λόξα, που… ίσως να αγγίζει την τρέλα! Φωτογραφίζω, χρόνια τώρα στη σειρά, τα συνθήματα στους τοίχους της Αθήνας. Όποιο μου βγει μπροστά. Ανεξαρτήτως περιεχομένου, τρόπου γραφής, χρώματος, επιφάνειας, χώρου... Δεν κάνω καμιά διάκριση. Γράφω, συνήθως, κάτω από το κάθε φωτογραφισμένο σύνθημα, ένα μικρό σχόλιο. Σύντομο. Φυσικά, με κάποια λογική. Σας παρουσιάζω μερικά συνθήματα: «Κοινωνική εξέγερση - η μόνη λύση», «Ή με το κεφάλαιο ή με τους εργάτες», «Το κράτος είναι ο μόνος τρομοκράτης», «Αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι», «Νοιάσου για την τάξη σου, όχι για την πάρτη σου!» «Πάρτε πίσω τα κλεμμένα!»… Ανεβαίνει περισσότερο ο θυμός, ο σφυγμός, η αγανάκτηση των γραφιάδων στα παρακάτω συνθήματα: «Οι ιδέες δεν σκοτώνονται με σφαίρες», «Αλήτες, λέρες, αλητοπατέρες», «Το αίμα κυλάει, εκδίκηση ζητάει», «Φτωχοί στα όπλα!», «Λαέ στα όπλα!»… Γραμμένα συνθήματα στα πεταχτά… Υπό την πίεση του φόβου και του τρόμου. Μην τους δει μάτι αστυνομικού και βρο

«ΤΙ ΣΟΥ ΚΑΝΩ ΚΑΙ ΜΕ ΒΡΙΖΕΙΣ / ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΣΟΥ…»

(Μίνι συνέντευξη με την υπέροχη Μάνα μου). Η γριά Μάνα μου περιπατάει στον αυλόγυρο του σπιτιού μας από το πρωί, σκουπίζει και σιγοτραγουδάει.  Ξέρει πολλά τραγούδια. Ένα αφήνει, άλλο πιάνει. Τα περισσότερα τραγούδια είναι ερωτικά: «Ως πότε αχ, ως πότε βαχ, ως πότε Κασαβέτι, ως πότε θα με τυραννάς, για το δικό σου ντέρτι…» …Ξεχνάει τη συνέχεια … και ρίχνει τη χαριτωμένη σπόνδα: «Η δόλια, τα ‘χασα καντάρια…Πίκα, λέγω, που τραγουδάμε ως τα γεράματα. Να μας κόψει τις μέρες…, δεν θα μας τις κόψει καμιά φορά … ;!». Και προχωράει προς το  μαγειρείο να φροντίσει το τηγάνι με τις κουφιστές τηγανίτες, που τις ετοιμάζει στη σιγμή … - Συνέχεια τραγουδάς; - της λέω. - Δεν τραγουδάει μόνο από καλό. Κι απ’ το κακό του τραγουδάει πολλές φορές ο άνθρωπος. Σήμερα έμαθα κι αυτό... ότι ο άνθρωπος, δεν τραγουδάει μόνο από καλό. Μου άνοιξε τον ορίζοντα, να της απευθύνω κι άλλα ερωτήματα: - Γλυκιά μου Μάνα, τι είναι ο κόσμος, πώς τον κρίνεις:

ΑΠΕΝΑΝΤΙ

(Ρίχνω μια ιδέα) Ένα κόμμα ιδρύεται από πρόσωπα που έχουν συγκεκριμένο στόχο και καλή διάθεση. Όμως, στην πορεία, καπιστρώνεται. Το καπηλεύονται ορισμένοι, που παλεύουν να πετύχουν προσωπικά.   Όλα περιστρέφονται γύρω από τα προσωπικά συμφέροντα και χρεώνονται στην δόλια Πατρίδα,               στη Σημαία,                                     στο Έθνος… Καταφέρνουν, με πρόσχημα τ’ αριστερό και δεξιό «ιδεολογικό» πιστεύω, τη διάσπασή του κοσμάκη. Χωρίζουν σκοπίμως τον κόσμο, που έχει σχεδόν ίδια βασικά ιδανικά, σε αντίπαλα στρατόπεδα. Με πρώτιστο σκοπό: την αλληλοεξόντωση.  Οι πατριδοκάπηλοι βουτάν την Πατρίδα από το λαιμό, τη βάζουν μπροστά, σαν ασπίδα, παίρνουν στα χέρια την Εθνική σημαία  και την ανεμίζουν δυνατά. Για να πείσουν ότι  αγωνίζονται για τα «εθνικά ιδεώδη». Για όλους μας. Αποδείχτηκε - χειροπιαστά - ότι, κόμμα που κυβερνά, κάνει το αντίθετο. Προσφέρει ότι επιθυμούν μόνο στους «πρωταγωνιστές» του, στο ταράφι τους. Τη με

ΚΑΝΕΝΑΣ ΚΑΝΤΡΙ…

(Αυτή είναι λεβεντιά…) Μέσα στην γενική απογοήτευση, που επικρατεί χρόνια τώρα στον τόπο μας, ακούς σποραδικά και καμιά θετική  πρωτοβουλία. Γίνεται - ευτυχώς - και καμιά ενθαρρυντική πράξη.   Ο Σωτήρης ο Ράφτης, μόλις πήρε τη σύνταξη στην Αθήνα, επέστρεψε στον τόπο του κι έβαλε το Ζερβάτι στο ρεβάνι. Ενοικίασε αρκετούς αγρούς και τους έσπειρε με στάρι και μηδική. Κι ας ξέρει καλά - χωριάτης είναι - ότι η γεωργία είναι χωρίς σκεπή. Είναι ρίσκο, είναι λαχείο. Σπέρνεις κι ίσως να μην πάρεις ούτε το σπόρο. Να αποτύχεις παταγωδώς… Ο Σωτήρης το αποφάσισε και το έκανε.   …Τώρα παλεύει με τα σπαρτά, αλλά διατρέφει κι αγελαδικά για γάλα και κρέας. Επιχειρεί να χτυπήσει μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια… Κατέβηκε να δουλέψει στο χωριό του για τον εαυτό του. Αλλά…, συνάμα να χαλάσει και τα σχέδια ορισμένων, που αλωνίζουν ανενόχλητοι στα χωράφια μας. Ενοικίασε με περισσότερα λεφτά τη γη. Με στόχο, να παραγκωνίσει τον Καντρί. Σου λέει περήφανα, χτενίζ

ΔΕΜΕΝΗ ΕΞΩΠΟΡΤΑ

Σήμερα τ’ απόγευμα γυρίζω από την πιάτσα του χωριού για το σπίτι και βρίσκω τη σιδερένια εξώπορτα κλειστή. Η γριά μάνα μου δεν έχει ρίξει το κλειδί. Την έχει δέσει προσωρινά - ψεύτικα - μόνο μ’ ένα κίτρινο ηλεκτρικό κοντό καλώδιο. Μ’ αυτή την πράξη λέει σε οποιονδήποτε επισκέπτη:  «Είμαι κάπου ‘δω γύρω κι επιστρέφω!». - Την ψάχνω και τη βρίσκω να κάνει παρέα στη γειτονιά. Μόλις με βλέπει, σηκώνεται κι  έρχεται μαζί μου. Της λέω, καθώς περπατάμε πλάι - πλάι στο σοκάκι για το σπίτι: «Καλή μου μάνα εξήγησε μου, τι είναι αυτό το κλείσιμο της εξώπορτας που κάνεις;».  Γυρίζει και μου απαντάει καλοσυνάτα: - Με νταμπάρο την εξώπορτα, μου μπαίνουν ευθεία στην αυλή. Κι αφού θα χτυπήσουν την αλουμινένια πόρτα και δεν θ’ ακουστεί λαλιά, θα με νομίσουν νεκρή... Και τότε θα μου ξεχαρβαλιάσουνε τις πόρτες… Διαρκώς μου μιλάει τόσο άνετα η γριά μάνα μου για το θάνατο… Σαν να μου μιλάει για τη ζωή. Γιατί έχει κουραστεί πια… Παρά πολύ… Γιώργος ΜΥΤ

«ΘΑ ΠΑΩ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΚΑΙ ΘΑ ΔΕΘΩ»

(Ή λύνεις το πρόβλημα εγκαίρως ή δίνεις παραίτηση αδελφέ...) Αγανακτισμένος από την άθλια, απάνθρωπη απόφαση της Κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου, για το κόψιμο του επιδόματος/σύνταξης του ΟΓΑ από τους υπερήλικες Βορειοηπειρώτες, ο ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ δελβινιώτης στην καταγωγή και κάτοικος στην Αθήνα, έβαλε τις φωνές. Είπε, συγκεκριμένα, πώς θα αντιδράσει: «Θα πάω μπροστά στη Βουλή και θα δεθώ. Έχω 20 αλυσίδες και 20 κλειδιά   σπίτι μου. Όποιο παλικάρι μπορεί και θέλει, με ακολουθεί. Αλυσοδεμένος, θα πάω στον Κορυδαλλό, να φάω τη σούπα μου». Δεν πρόλαβε όμως, να γίνει ο λόγος πράξη. Επειδή μεσολάβησαν άλλα γεγονότα. Κάπως ενθαρρυντικά, ελπιδοφόρα. Όμως, ο ΣΠΥΡΟΣ, μετά από το μαχαίρωμα της σύνταξης, δεν πείθετε με τίποτα για την επαναφορά της. Συγκρότησε μια ομάδα από ανήσυχα άτομα και πρόσφατα επισκέφτηκε το βουλευτή μας, ΠΥΡΡΟ ΔΗΜΑ στο γραφείο του. Και του τα έψαλε:   «Άκου ΠΥΡΡΟ! Όσο απλά κι αν προσπαθήσω να στα πω, σίγουρα θα σε πικράνω…   Μας έκοψαν τη σ