Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΑΜΑ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΠΡΟΣΕΧΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ…»

(Μεγάλες κουβέντες παρήλικων)

Δεν θα προσηλωθώ στο:

Αν ο μπάρμπα Ηλίας Κορκάρης υπηρέτησε ένα φεγγάρι τον Ελληνικό Στρατό, παρατώντας την Κωνσταντινούπολη…

Αν ήταν μετρημένος ή αυστηρός σύζυγος με τη φρόνιμη, εργατική, γλυκομίλητη και υπομονετική Μάρθα…

Αν ήταν πετυχημένος τυροκόμος…

Αν κατέβαζε και κανένα περίσσιο ποτήρι.

(Άνδρας ήταν κι από τη τσέπη του το έπινε. Σε κανέναν δεν έπεφτε χαβαλέ…)

Θα σταθώ μόνο σ’ έναν απλό - σύντομο διάλογο, που έγινε μπροστά στα μάτια μου, μεταξύ του μπάρμπα Ηλία και της μάνας μου.

Στο σοκάκι, μπροστά στο σπίτι μου.

Αυτός ήταν όρθιος με τα χέρια δεμένα πίσω του κι η μάνα μου καθισμένη στο σουφά της εξώπορτας.

Να καθαρίζει με το κοφτερό γυρτό ψαλιδάκι της τα νήματα από το κοφτό κέντημα στη μηχανή…

Του λέει η μάνα μου:

«Ηλία, που παραπονιέται ο Βαγγέλης, όσες φορές περνάει από δω, γι’ ανυπόφορο πονοκέφαλο.

Πάρε το παιδί και πήγαινέ το σε γιατρό!».

Ο μπάρμπα Ηλίας, με ύφος κάπως βαρύ, κοιτώντας μόνιμα χάμω - όπως το ‘χε αυτός - γυρίζει και της λέει:

- Σ’ άκουσα προσεκτικά, αλλά άκουσέ με τώρα κι εσύ:

«Ο γιος μου δεν είναι μικρός. Είναι μαντράχαλος, για παντρειά. Στην ηλικία του εγώ έτρεφα ταρτάνα, σκεφτόμουν και για άλλους. Γι’ αυτό να προσέξει μόνος του το κεφάλι του, την υγεία του.

Ο καθένας μας - μέσα στην οικογένεια - άμα θα προσέχει τον εαυτό του, τότε όλοι θα είμαστε καλά».

Τα είπε τόσο απλά ο μπάρμπα Ηλίας και τράβηξε σιγά - σιγά το δρόμο του.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
07/02/2015



   

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.