Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΟ ΝΤΑΜΠΟΡΙ

Το Νταμπόρι παλιά ήταν η πιάτσα του χωριού.

Ο κόσμος, κατηφορίζοντας από το Μοναστήρι, από την Παναγιά… αυτού έστηνε το χοροστάσι.  

Μικρός φέρνω στο νου μου δύο πρόσωπα, που κρατούσαν στα χέρια υψωμένο το μπαϊράκι:

Το Λάκη Ντάκο (το κονάκι) και το Θωμά Σύρμο, που διατύπωσε την έκφραση:

«Όταν είχαμε πόδια, δεν είχαμε παπούτσια, τώρα που έχουμε παπούτσια δεν έχουμε πόδια».

Κάνοντας τόσο απλά, τη διαφορά ανάμεσα σε δύο συστήματα.

Στο καφενείο του Κίτσιου Κότρου, που περισσότερο ήταν στέκι κουμαρτζήδων, ο κόσμος έπινε καφέ.

Έτρωγε και το νόστιμο κέικ, που ετοίμαζε ο ίδιος.  

Ο γκέγκας, που ερχόταν πεζός από την πέτρινη πόλη, με το ταψί στημένο πάνω στο κεφάλι, έπιανε μιαν άκρη και πωλούσε την πραμάτεια του:

Τα κοκοτσέλια, το χαλβά, τις σιούφρες, τα κούφια, τις καραμέλες…

Στο Νταμπόρι ακουμπούσαν τη μία πλάτη δύο γιοφύρια, που σ’ έβγαζαν αντίπερα. Της εκκλησίας στο «Μεσοχώρι» και του Τσιάμη, στην «Παλιουριά»…  

Η πλατεία της χαράς - του τρικούβερτου γλεντιού ήταν συνάμα και πλατεία των δακρύων.

Από κει ξεπροβοδούσε το χωριό, με πολύ πόνο, τους άνδρες για την ξενιτιά.

- Την ίδια μέρα - λένε - ξεπροβόδησε 70 άτομα -.

Λαβώθηκε βαριά…

Από την πόρτα της εκκλησίας, προς το Νταμπόρι, όπως κι απ’ τις άλλες πόρτες, μπαίνουν - βγαίνουν τα βαφτίσια, τα στεφανώματα…

Όμως, αποκλειστικά από το Νταμπόρι, βγάζουμε τους νεκρούς…Και τους συνοδεύουμε στο τελευταίο τους ταξίδι…

Ολοκληρώνεται ο κύκλος της ζωής.

Επειδή ορισμένοι συγχωριανοί αντιστάθηκαν στους Γερμανούς, οι μπαλίστες διέταξαν την Κόλη Ζντάβαινα - τον τελάλη του χωριού - να φωνάξει για να μαζευτούν όλοι οι άνδρες στο Νταμπόρι.

Αυτή είπε με το χωνί:

«Βγείτε λεμόνια και μπείτε πορτοκάλια!».

Αποκωδικοποίησαν το μήνυμα σωστά οι δερβιτσώτες. Κρύφτηκαν οι νέοι ή πήραν τα βουνά, ενώ οι γέροντες ροβόλησαν στην πιάτσα…

Οι μπαλίστες, για να μην έκαιγαν και ρήμαζαν το χωριό, ζήτησαν από τους χωριανούς πεντόλιρα - χρυσαφικά, ότι πολύτιμο είχαν και δεν είχαν…

... Το Νταμπόρι με τις κακοτράχαλες πέτρες και τα χώματα, ισοπεδώθηκε.

Καλλωπίστηκε.

Πρόσφατα έπεσε πάνω του μπετό, καθάρισε ο τόπος.

Έγινε ωραίος χώρος για βόλτα.

Πίνοντας καφέ, κάτω από το πλατάνι, παρέα με συγχωριανούς, κάθεται ο Νάσιος Μήλλος και σου λέει:

«Έτσι όπως διαμορφώθηκε το Νταμπόρι τώρα, δεν είναι καθόλου περίεργο να μετατραπεί ξανά σε πιάτσα του χωριού…

Βγαίνοντας απ’ την εκκλησία το νιόπαντρο ζευγάρι, εδώ να στήνει το χορό, να γλεντάνε οι χαρατσάροι.

Και το χωριό χαρούμενο, συγκεντρωμένο γύρω, όπως παλιά, να κάνει σεργιάνι…»    
        

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
18/02/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017