Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΕΝΑΜΙΣΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΣ(Ψ)ΩΜΙ…»

Εσένα ίσως να σε έπιανε ο ύπνος το πρωί... Αυτόν, πριν βγει ο ήλιος, τον είχες έξω από την πόρτα. 

Καθισμένο στο σουφά με τα εργαλεία έτοιμα για δουλειά... Ακουμπημένα κάπου σε μιαν άκρη…

Ο Φώτος Ζντάβος, σου έλεγε, όταν γινόταν η συμφωνία για οποιαδήποτε δουλειά: 

- Δουλεύω ήλιο μ’ ήλιο.

Χειμώνας ήταν ή καλοκαίρι, δεν τον έμελλε.

- Και η απολαβή;

- Παίρνω ενάμισι και το τσ(ψ)ωμί. 

(Ένα ναπολιόνι και μισό εκείνου του καιρού).

Δεν το πρόφερε εύκολα το «ψ»… ο δόλιος. 

Έφτιαχνε οβορούς, έσκαβε κήπους, καθάριζε τους βόθρους των σπιτιών… Συνήθως τον έβλεπες μ’ ένα κάρο μπροστά. Να το σπρώχνει, να το σπρώχνει, να το σπρώχνει…μια ζωή…

Τα βασικά σύνεργα της δουλειάς του ήταν: Ο κασμάς και το φτυάρι. Συμπλήρωμα η βαριά και οι σφήνες για να ‘σχιζε ξύλα. Δεν ήξερε Κυριακή  ήταν ή καματερή. Δούλευε ακατάπαυτα ο κακομοίρης…

Δεν προλάβαινε να βγάλει από το κορμί τα ρούχα της δουλειάς. Μ’ αυτά έπεφτε, μ’ αυτά σηκωνόταν.

(Το παντελόνι στη μέση του, σπαγκοδεμένο σφιχτά…Το ξεφτισμένο καπέλο του τσαλακωμένο και με σκεπή περισπωμένη…)

Ήταν κωφάλαλος ή βούλωνε μόνος του με βαμβάκι τ’ αφτιά, για να μην άκουγε το συνομιλητή, δεν το ξέρω! Ούτε και ζήτησα να το μάθω…

Του έκανε παρατήρηση τ’ αφεντικό:

- Ρε Φώτο, μα… αφού βάζεις ράμμα, γιατί ο οβορός είναι στραβός;

- Το ράμμα που μου ‘δωσες... ήταν στραβό…

Το βράδυ, όταν τελείωνε τη δουλειά, ζητούσε να του ‘βαζες στην πάνινη σακούλα λίγο ψωμί, για να το πάρει μαζί του.

- Να φάνε - έλεγε - και τα παιγιά τη Κίτσαινα… Κίμα είναι…

Δάγκωνε και το «δ»…, αλλά το «ρ» και το «σ» τα 'τρωγε ολόκληρα. Δεν τα πρόφερε καθόλου… Έλλειπαν απ’ τ' αλφάβητό του…

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
04/02/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017