Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2015

ΣΤΗΝ ΚΑΛΠΗ ΘΑ ΠΑΜΕ ΜΕ ΜΙΣΗ ΚΑΡΔΙΑ...

Είναι μπερδεμένος ο κόσμος μας… Άσε τι μολογάει το κάθε κομματικό φερέφωνο… Δεν ξέρει ο κακομοίρης Βορειοηπειρώτης από πού να βαϊσει στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές. Όλοι οι υποψήφιοι δήμαρχοι,  με τα συνηθισμένα σλόγκαν,  τάζουν λαγούς με πετραχήλια… Ότι  θα κάνουν το ρημαδιό ανθόκηπο, περιβόλι… Ένα καθαρό μυαλό, που βλέπει και κρίνει ορθολογικά την κατάσταση του εγκαταλειμμένου τόπου  και την πεσμένη ψυχολογία των συμπατριωτών μας, σου λέει σταράτα: «Στην κάλπη τον Ιούνιο θα πάμε με μισή καρδιά. Τα ‘χουμε όλοι και όλα χαμένα…» Σου εξηγεί ο απλός πολίτης και τους λόγους γιατί εκφράζεται απαισιόδοξα. «Ότι τους υποψηφίους για δημάρχους, μας τους σέρβιραν όπως πάντα, χωρίς ρώτημα, με «ευγένεια» τα κόμματα. «Ελληνικά» κι αλβανικά μαζί… - Δεν τους επέλεξε, καθώς είναι λογικό, η κοινωνία μας -. Έτσι που… όσο σωστή κι αν είναι η επιλογή μας, δεν θα είναι ο εαυτός του ο δήμαρχος που θα προκύψει από τις εκλογές». Το έργο του θα είναι α

ΣΟΥ ‘ΚΟΒΕ Ο ΠΑΠΑΣ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

(Δεν είναι καθόλου θέμα εγκωμίων προς το πρόσωπό μου, αλλά γενικής σκέψης, εικασίας για μια συγκεκριμένη κατάσταση στο πρώην δικτατορικό καθεστώς …) Μου ‘γραψε πρόσφατα, από θέση αναγνώστη - καταλαβαίνω ότι δεν αφήνει κείμενό μου στον Αντίλογο αδιάβαστο -  ο συνάδελφος και παλιός μου φίλος, Ζήσος Λούτσης, πρώην βουλευτής, πρώην έπαρχος… και τώρα στέλεχος του ΜΕΓΚΑ: «Γιώργο, σε θαυμάζω. Δεν άλλαξες καθόλου. Πάντα ευθύς και συγκεκριμένος στους προβληματισμούς του τόπου και των ανθρώπων μας. Ζωντανεύουν μέσα μου εκείνα τα χρόνια που μπαίναμε μαζί σε κάθε γωνιά, γράφαμε εκείνα που μας επέτρεπαν και πολλά τα κρατούσαμε επτασφράγιστα, για να τα πούμε σήμερα». Αν είχαμε τότε τη σημερινή τόλμη, τα λέγαμε χύμα, δεν θα τρώγαμε  ψωμί ούτε μέρα σ’ εφημερίδα. Θα μας έβαζαν τα υποδήματα ανάποδα… Θα μας τα ‘διναν στα χέρια… Γι’ αυτό έλεγα σε συζήτηση φίλου μου, που εξορίστηκε, φυλακίστηκε σε καιρό δικτατορίας: «Κι εγώ, κατά κάποιο, τρόπο, φυλακισμένος ήμουν.

ΑΝ ΕΙΧΑΜΕ ΜΥΑΛΟ, ΘΑ ΤΡΩΓΑΜΕ ΜΕ ΧΡΥΣΟ ΚΟΥΤΑΛΙ…

(Συμπέρασμα Ελλαδιτών για μας, τους Βορειοηπειρώτες) Λέγαμε πριν από 26 χρόνια στ’ αδέλφια μας,  από την πρώτη κιόλας στιγμή που πατήσαμε ελληνική γη. - για να μας ψυχοπονέσουν, να μας προσφέρουν χείρας βοήθεια - (Αφού ήμασταν φτωχοί…!!!). «…Στον τόπο μας έλειπε η δημοκρατία, η ελευθερία, η παιδεία, τα προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης, ο ρουχισμός … » Αραδιάζαμε στην επικοινωνία μας κι άλλες "σοβαρές" ελλείψεις… Παραπονιόμασταν σαν να μας έλειπαν τα πάντα, το βράδυ σαν να πέφταμε νηστικοί..., με το έντερο άδειο... Και βρίζαμε - για όλα αυτά - το σύστημα … Ε…τότε.. είπαν αυτοί (οι Ελλαδίτες)… «Έτσι όπως μας τα λένε, - όπως κλαψουρίζουν, σίγουρα θα τους λείπει και μυαλό, λογική … ». Στην πορεία, κατά τη λειτουργία μας στην κοινωνία της άρπας και της απάτης, μας κοσκίνισαν καλύτερα … Διαπίστωσαν κι ένα σωρό άλλα ελαττώματα. Αδυναμία χαρακτήρα και αξιοπρέπειας. Αντιλήφθηκαν βασικά το αλαλούμ μας. Σαν αποτέλεσμα…: Μας χειρίστ

ΚΟΙΤΑ ΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ…!

(Έτσι… για να "ξεχάσουμε" κάπως τα σοβαρά…) Η μάνα καλή μου, είτε αλλιώς - η μάνα - Γκέλω - εκείνα τα δύσκολα χρόνια, όταν πήγαινε στο Χάσκοβο, σε συγγενείς, τύλιγε σ' ένα χαρτί λίγη ζάχαρη και καφέ και τα κομπόδενε στο ζωνάρι της. Για να τα 'χε για το δρόμο. Περπατώντας στη ρίζα του βουνού, κάθε τόσο κοντοστέκονταν...  Έβγαζε το χαρτί από το ζωνάρι της κι έβαζε λίγο καφέ με ζάχαρη στη γλώσσα της. Για να ‘παιρνε δύναμη. Κατέβαζε κάτω κι από καμιά γουλιά ρακί, από το μπουκαλάκι, που κρατούσε σε πάνινη σακούλα. Ενώ ο δόλιος, ο πολυδουλεμένος πατέρας μου, όταν η μάνα μου του ‘ψηνε καφέ, ανακατεμένο μ’ αρκετό  κριθάρι - τότε στο μανάβικο τύγχανε να πάρουμε σαν οικογένεια μόνο 100 γραμμάρια καφέ το μήνα - θυμάμαι που της έλεγε: - Βίτα! Φύγε από κοντά μου, γιατί φοβάμαι μη χλιμιντρίσω σαν το μουλάρι και σε κλοτσήσω...! ....Σήμερα, ασφαλώς, γελάς με τέτοιου είδους γεγονότα;! Αλλά συγχρόνως… και λυπάσαι… Σιχαίνεσαι εκείνη τη μαύ

ΜΙΑ ΜΟΥΝΤΗ ΑΥΓΗ ΤΟΥ ΜΑΗ

(Αφιερωμένο στην ανιψιά μου, την Ελένη, που χωρίστηκε πρόωρα από μας, στα είκοσι τρία της χρόνια, από ανίατη ασθένεια. Γραμμένο στις 19/05/2002) Ανιψούλα μου από δάκρυ, πνίγεται  η καρδιά μου όλη. Τρέμω, πώς θα  βγάλω άκρη, στ’ άχαρο το μοιρολόι. Με σαΐτα πυρωμένη, μας ετρύπησες τα στήθη. Πριν η άνοιξή σου, Ελένη, με λουλούδια σε στολίσει. Σου ‘ριξε ο Μάης άνθη, τόσα που δεν είχε άλλα. Να σου πλέκανε στεφάνι, γης και ουρανός αντάμα.  Ποιος σου μάρανε τα νιάτα, που αλλού δεν είδα Ελένη;! Ποιος σου πήρε τα δυο μάτια, που τα ζήλευε η οικουμένη;! Μήπως μάγια σου είχαν κάνει, να τ’ απέφευγες, ξεφτέρι. Σ’ ανεβάσαμε στην πλάτη, στ’ Αηλιά το Αγιονέρι. Σε γιατρούς μ’ όνομα πρώτο, σε παιδέψαμε Ελένη. Μήπως βρίσκαμε το χόρτο, για πληγή που δε διαβαίνει. Πού δεν φτάσαμε από τρέλα, μην σε σώζαμε, καμάρι. Αχ, μας έσβησες μια μέρα, μια μουντή αυγή του Μάη. «Άπλωσε το χέρι μόνο, για να δούμε αν καις ακόμα. Πώς αντέχ

ΣΤΕΝΟ ΜΑΡΚΑΡΙΣΜΑ

(Παρατηρώ ένα περίεργο φαινόμενο…) Μια ζωή… στα όνειρά μου αυτό παθαίνω… Με κυνηγούν με μανία γνωστά και άγνωστα πρόσωπα… Μ’ έχουν πάρει κατά πόδι… Επιταχύνω το βήμα, για να ξεφύγω… Για να μην πέσω στα χέρια τους τρέχω γοργά… Γίνομαι άνεμος… Όμως…ολοένα μαργώνουν τα πόδια μου…, μένω στον τόπο… Και με πιάνουν… Στη συνέχεια δεν καταλαβαίνω πώς μ’ αντιμετωπίζουν, πώς με χειρίζονται, γιατί ξυπνώ…     Στον ξύπνο μου… συμβαίνει τ’ αντίθετο: Αλλάζουμε ρόλο… Αυτά τα πρόσωπα τρέχουν μπροστά μου κι εγώ τα κυνηγάω…, τα κυνηγάω… Μ' όση δύναμη και ταχύτητα κι αν έχω…, δεν μπορώ όμως, να πιάσω κανένα… Μου ξεφεύγουν… Η αδράνεια στο ύπνο μου, γυρίζει σε τόλμη κι ευκινησία στον ξύπνο μου… Είμαι ασίγητος…   Διαρκώς κάνω στενό μαρκάρισμα, σφοδρή «επίθεση». Πάντως… για το κοινό καλό…!!! Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ 18/05/2015

ΚΟΥΦΙΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΑΛΟΓΑ…!!!

(Πού σκόνταψε η ένταξη;) Μας δόθηκε η ευκαιρία  να περάσουμε το κατώφλι του Υπουργείου Εξωτερικών όταν το Βορειοηπειρωτικό Φόρουμ Εθνικής Δικαίωσης έπαιζε υπερκομματικά. Έχοντας στην ατζέντα ένα βασικό στόχο: Την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας στους Βορειοηπειρώτες. Για το μέλλον του τόπου - που παίζεται κορώνα γράμματα - δεν αρθρώθηκε λέξη. Στο παρά πέντε θέσαμε στην κυρία Υπουργό το ζήτημα - εγκαταλειμμένος τόπος - ως προτεραιότητα των προτεραιοτήτων. Ακολουθούν τα όσα της είπαμε: «Δεν πιστεύομαι να λησμονήσατε τη Δερβιτσάνη του ’91;!  Εκείνη τη λαοθάλασσα που σας περίμενε με λαχτάρα;!  Τώρα το κεφαλοχώρι κατάντησε το μισό. Πράγματι η ιθαγένεια είναι θέμα αξιοπρέπειας. Όμως, πάνω από όλα είναι το μέλλον της Βορείου Ηπείρου. Συνεχίζεται αθόρυβα το άδειασμα του τόπου και νιώθουμε άβολα. Εκτός των γερόντων είναι και ελάχιστοι βιοτέχνες που επιμένουν. Η επιβίωσή τους ζορίζετε αφάνταστα. Χρόνια τώρα ζητούν χείρα βοήθειας για να αντέξουν. Θ

Η ΜΑΣΤΟΡΩ - ΓΑΡΟΥΦΩ

Η Γαρούφω Μίγιου "γκρέμισε" το μύθο, που το επάγγελμα του οικοδόμου το θεωρούσε αποκλειστικά ανδρικό.        Δείγματα της μαστορικής δουλειάς της βλέπουμε ακόμα και σήμερα σε τοίχους, που περικλείουν κήπους και αυλές. Υπάρχουν ακόμα, σπίτια σκεπασμένα με πλάκες, απ’ τα χέρια της. Στον καιρό της Ιταλίας, έσπαγε με βαριά πέτρες και γέμιζε γούρνες στο ντερβένι. Το '14 όταν επισκέφτηκε τη Δερβιτσάνη ο στρατηγός Δάγγιλσον, στο έμπα του χωριού τον περίμενε πλήθος κόσμου.  Ανάμεσα του, στολισμένη νύφη, ήταν και η Γαρούφω. Ο στρατηγός ρώτησε τότε τον κόσμο: - Είστε όλοι έτοιμοι να πολεμήσετε…; Συνέχισε το σκεπτικό του:  - Δεν πιστεύω όμως κι οι γυναίκες; - Γιατί να μην είμαστε; - λέει η Γαρούφω - ρίχνοντας το αετίσιο βλέμμα προς το όπλο ενός στρατιώτη.  Ο στρατηγός διέταξε το στρατιώτη να της δώσει το τουφέκι. Η Γαρούφω το πήρε και πυροβόλησε στον αέρα τρεις - τέσσερις φορές… …Πρόσφερε παρά πολλά το ’35 στην υπόθεση των γραμ

ΘΕΜΑ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑΣ…

(Ατενίζοντας το μέλλον…) Στο μονοκομματικό σύστημα, που ευτυχώς έδυσε μια για πάντα, σου υπέδειχναν τι θ’ αρθρώσεις. Έλεγες πράγματα, που δεν άρμοζαν σ’ αυτό, σ’ έστελναν εκεί που μαγαρίζουν τ’ άλογα. Στη Δημοκρατία σου λύνεται η γλώσσα, μιλάς ελεύθερα… Όμως, δε σ’ ακούει κανείς…    Με την πρώτη ματιά - προπάντων όταν «κατεβαίνεις» απ’ άλλο πλανήτη, όπως εμείς, - νομίζεις ότι το πλουραλιστικό σύστημα είναι ο Παράδεισος. Σου γεμίζει η ψυχή μ’ ελευθερία, αλλά και το έντερο με ψωμί. Όμως.., προχωρώντας - προχωρώντας…, ανακαλύπτεις οσμή βόθρου κι αρκετή σαπίλα.  Διαπιστώνεις στην πορεία ότι… η πολυσυζητημένη - πολυπόθητη Δημοκρατία κι Ελευθερία, είναι δημαγωγία, αναρχία. Τα κόμματα… που υποτίθεται ότι είναι υπηρέτες του Λαού, μόνο εξουσιάζουν.   Κυβερνούν αλαζονικά, δυναστεύουν...  Είναι βουτηγμένα στη διαπλοκή… Δεν είναι παντού, σ’ όλες τις χώρες, το ίδιο χάλι.  Διαφέρουν οι λαοί… Στα Σκανδιναβικά Κράτη το ίδιο σύστημα λειτουργεί

ΟΙ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ «ΦΥΤΕΥΟΥΝ» ΤΟ ΔΗΜΑΡΧΟ

Ενώ χρόνια στη σειρά περιμέναμε με λαχτάρα την ευκαιρία για την πολυπόθητη ενότητα στο χώρο μας, τούτη τη φορά καταντήσαμε εντελώς κουρέλι. Διαρκώς το φθαρμένο πουλόβερ το ξηλώνουμε…, το ξηλώνουμε… και μαζεύουμε το νήμα κουβάρι… Έχουμε υποψηφίους για δημάρχους απ’ όλα τα λουλούδια του μπαχτσέ. Αντάρτες, παλιές καβαράνες, που δεν αποχωρίζονται με τίποτε την κουτάλα. Συνεπείς συνεργάτες -  υπάκουους υπηρέτες των μικρόψυχων πολιτικών… Έπεσαν αξιόλογα ονόματα πάνω σε «τραπέζι», μήπως έλαχε κάποιο ικανό πρόσωπο κοινής αποδοχής. Για να ένωνε το χώρο. Όμως…, δυστυχώς, τροχισμένα μυαλά και μολύβια, που να κάνουν σωστούς υπολογισμούς και να φέρνουν θετικό αποτέλεσμα, να λύνουν πρόβλημα…, δεν θέλει κανείς. (Δεν θέλουν πρόσωπα να διοικούν, αλλά προσωπεία...Τους κομματικά εγκάθετους... Θέλουν το δήμαρχο στα δικά τους μέτρα...) Τον κάθε αξιόλογο, δυναμικό Πούλη διαρκώς τον παραγκωνίζουν τον πουλάν. Τον κάθε φιλήσυχο Φράγκο, τον αποκαλούν καλό άνθρωπο, καλό

Η «ΕΞΕΛΙΞΗ» ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΥ

(Κοινωνικό θέμα). Είμαστε περαστικοί…, να ξεπροβοδούμε ο ένας τον άλλο… Η ζωή έχει ένα τέλος… κι αυτό το τέλος - που κανείς δεν μπορεί να τ’ αποφύγει, ούτε να το προβλέψει - κάποια στιγμή έρχεται… … Μετά την κηδεία - τον τελευταίο αποχωρισμό, το αντίο στ’ αγαπημένο πρόσωπο - τα μέλη της οικογένειας μαζί με συντοπίτες, συγγενείς και φίλους κάθονται για φαγητό.   Τελετουργία αυτή που ο κόσμος τη διατηρεί και τη σέβεται από παλιά. Συγχρόνως την εμπλουτίζει και με νέα στοιχεία... Είναι θετικό το γεγονός της αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώπους στη δύσκολη στιγμή. Έτσι μοιράζονται τον πόνο… Όμως... στη νέα εποχή που διανύουμε, διαπιστώνουμε μια «εξέλιξη», που χρειάζεται να συζητηθεί, κι αν υπάρχει πιθανότητα ν' αντιδράσουμε εποικοδομητικά…   Το τραπέζι της κηδείας, που γίνεται σε πολυτελέστατο εστιατόριο, δεν διαφέρει πολύ απ’ αυτό του γάμου… Το χειρότερο είναι ότι έχει ξεσπάσει κρυφή άμιλλα μεταξύ των ανθρώπων, ποιος να το κάνει πλουσιότερο.

ΤΟ ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΚΥΠΡΟΚΟΥΔΟΥΝΟ

Να το πάει ή να μην το πάει το ραγισμένο κυπροκούδουνο στο συγκολλητή στ’ Αργυρόκαστρο ο Κίτσιος Κουρεμένος;! Τσέλιγκας από πιτσιρικάς. Μεγαλωμένος μέσα στις κάπες, στα καρδάρια, στο γάλα και το θυμάρι. Πίσω από την ουρά των προβάτων με την αγκλίτσα μια ζωή…   Δίβουλος ήταν, επειδή φοβούνταν - από το κόλλημα - το κυπροκούδουνο μη χάσει τον γλυκό του ήχο. Και τότε θα ράγιζε η καρδιά του! Πόσο, όμως, θα καθόταν κρεμασμένο ακόμα μέσα στην καλύβα;! Έτσι αποφάσισε να το πάει στο μάστορα. Ένα πρωί, φόρεσε τα καλά διμιτένια του ρούχα και κατέβηκε στην πόλη. Για να βρει, όπως τον συμβούλεψαν, το Λάκη Τζιά, που ξέρει από συγκόλληση. Το και το, λέει το χάλι του στο μάστορα.  Ο Λάκης έκανε τ’ αφτιά δεκατέσσερα  και τα μάτια άλλα τόσα, για ν’ ακούσει, να δει και να ψυχολογήσει την ανησυχία του τσέλιγκα. Πήρε το κουδούνι στο χέρι του, του ‘ριξε μια ματιά, κι αφού μπήκε στο νόημα, το τι έπρεπε να του κάνει, γύρισε προς τον Κίτσιο και του λέει: «...Θα τα καταφέρουμε!».