Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΔΕΜΕΝΗ ΕΞΩΠΟΡΤΑ

Σήμερα τ’ απόγευμα γυρίζω από την πιάτσα του χωριού για το σπίτι και βρίσκω τη σιδερένια εξώπορτα κλειστή.

Η γριά μάνα μου δεν έχει ρίξει το κλειδί.

Την έχει δέσει προσωρινά - ψεύτικα - μόνο μ’ ένα κίτρινο ηλεκτρικό κοντό καλώδιο.

Μ’ αυτή την πράξη λέει σε οποιονδήποτε επισκέπτη: 

«Είμαι κάπου ‘δω γύρω κι επιστρέφω!».

- Την ψάχνω και τη βρίσκω να κάνει παρέα στη γειτονιά. Μόλις με βλέπει, σηκώνεται κι  έρχεται μαζί μου.

Της λέω, καθώς περπατάμε πλάι - πλάι στο σοκάκι για το σπίτι: «Καλή μου μάνα εξήγησε μου, τι είναι αυτό το κλείσιμο της εξώπορτας που κάνεις;». 

Γυρίζει και μου απαντάει καλοσυνάτα:

- Με νταμπάρο την εξώπορτα, μου μπαίνουν ευθεία στην αυλή. Κι αφού θα χτυπήσουν την αλουμινένια πόρτα και δεν θ’ ακουστεί λαλιά, θα με νομίσουν νεκρή...

Και τότε θα μου ξεχαρβαλιάσουνε τις πόρτες…

Διαρκώς μου μιλάει τόσο άνετα η γριά μάνα μου για το θάνατο… Σαν να μου μιλάει για τη ζωή.

Γιατί έχει κουραστεί πια…

Παρά πολύ…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
05/08/2014







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017