Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«…ΔΕ ΜΕ ΒΑΡΑΕΙ ΜΙΑ ΑΣΤΡΑΠΗ…!»

(Η εξομολόγηση της γιαγια - Κατέρως από την Τρέμουλη)

Κανείς δεν έκατσε να δει τι απέγινε μετά απ’ όλη εκείνη την προεκλογική βαβούρα…

Πήγαν περίπατο: Εκφωνήσεις, αφίσες, φωτογραφίες, συνεντεύξεις, αντιπαραθέσεις, ανακοινώσεις, χειραψίες, επιστολές, τηλεφωνήματα, μηνύματα, τραπεζώματα, κλαρίνα…

Χαμός στο ίσιο…

Μας ζάλισαν οι υποψήφιοι με τα παρακάλια, για να τους ψηφίσουμε…

Τη Δεύτερα, όμως, χάθηκαν από τα μάτια μας διαμιάς.

Η γιαγια - Κατέρω από την Τρέπουλη έχει μεγάλη σκοτούρα.

Εκνευρισμένη, λογαριάζει με τα δάχτυλα. Της βγαίνουν μόνο δύο - τρις υποψήφιοι που μπήκαν σε δημοτικά συμβούλια.

Στην Ευρωβουλή κανένας.

Σκάει από το κακό της… Χολιάζει η κακομοίρα.

Όταν, όμως, βαθαίνει περισσότερο, σκέφτεται τα σικλέτια της, ρίχνεται σαν οχιά:

- Τους έγινε φίνα! - λέει.

Αφού ξέχασαν τα κούσιαλα και τρέχανε να γίνουν γαλονάδες…!

Κοίτα τι άκουγα όλες αυτές τις μέρες στα σοκάκια του χωριού.

Ο Τέλης απ’ το Φανάρι, συνεννοήθηκε μ’ έναν Βεργά, για να ανοίξει τον κουμπαρά και να μας δώσει την κάψω σύνταξη του ΟΓΑ.

Το πρωί αυτά.

Το ίδιο βράδυ, από ντριμπούνα ο Σαμαράς, λάλησε άλλα:

- Λεφτά δεν υπάρχουν - είπε. - Μόνο αγάπη. Μπόλικη, διπλή για τους Βορειοηπειρώτες, που πέρασαν σικλέτια πολλά.

Κατόπι τι να ‘κανε. Το ‘κλωσε κι ο Βεργάς. Είπε:

- Οι γέροι και οι γριές, παρακαλώ, να κάνουν λίγη υπομονή…!

Ως πότε τάχα αυτή η υπομονή, ρε Βεργά;! Ώσπου να βγει του γέρου η ψυχή;! Μερικών, εδώ που τα λέμε, τους βγήκε κιόλας.

Άλλαξαν ζωή.  

Δεν μπορώ να ξεχάσω τον Τέλη «μου». Που με λόγια καρδιάς μ’ έβαλε σε λεωφορείο, σε τρένο, σε παπόρι… κι έφτασα σε νησί, στα παιδιά μου η άλαλη, για να τον ψηφίσω.  

Μόλις έπεσε από τη συκιά, έγινε άφαντος ο φαναριώτης. - Και την προηγούμενη φορά τα ίδια και χειρότερα έκανε… -

Κι εμείς τον ψάχνουμε με το φανάρι..., αλλά δεν του βρίσκομαι σημάδι…

Λέγω με το μυαλό μου το χαζό:

- Καλά… πολιτικός είναι αυτός που μόνο όταν τρυγάει την περγουλιά ασχολείται με τα κοινά;! Διαφορετικά…, δεν νοιάζεται για τον κοσμάκη;!

(Μουουου… μου κάνουν τα προσωπικά τους συμφέροντά, αλλά… η κακομοίρα μυαλό πάλε δεν βάζω. Μου λένε λόγια μ’ ελπίδα κι εγώ αμέσως τα πιστεύω η δόλια…).

Αντί να κλάψω το χάλι του πεζού, κλαίω του καβαλάρη… Χολιάζω, μαραζώνομαι, που του κρεμάν τα πόδια…

Νουουου… δε με βαράει μια αστραπή, που κατεβάζει ο νους μου τέτοιες σαχλαμάρες…

       
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

02/06/2014    

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.