Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΨΥΧΗ

Από την άκρη του κόσμου, κάθε καλοκαίρι η Αντωνέτα Βαρσάμη, έρχεται στην Καλογοραντζή.

Και ξαναφεύγει.

Σαν ταξιδιάρικο πουλί…

Διασχίζει μεγάλες αποστάσεις. Ολόκληρο Ατλαντικό Ωκεανό.

Η Νέα Υόρκη και η Καλογοραντζή γι’ αυτή είναι πολύ κοντά.

Σαν εδώ κι αυτού.

Την τρώνε τα «χέρια» για δουλειά… Δουλεύει εθελοντικά, σαν να την έχεις βάλει στην πρίζα.

…Ενώ, θα μπορούσε κάλλιστα να την αράξει στο καινούργιο καλλωπισμένο  της σπίτι στο χωριό, δεν μπορεί.

Σου λέει: «Τον εθελοντισμό, όπως και πολλά άλλα θετικά, τον διδάχτηκα στην Αμερική».  

Μα…, ο εθελοντισμός της βασικά, πιστεύω, έχει την αφετηρία στην μεγάλη της καρδιά.

Στο παρατημένο σχολείο - στο οποίο μετέτρεψε ένα χώρο σε φροντιστήριο - μαζί με τη συνεργάτισσά της, Βαλεντίνα Σούτζιου, μαθαίνουν στα παιδιά αγγλικά, παραδοσιακά τραγούδια, χορούς του τόπου, κέντημα, μαγειρική, επιτραπέζια παιχνίδια…

Κάθε χρόνο ετοιμάζει  και δίνει μια παράσταση. Προσφέρει στους εναπομείναντες χαρά. Πρωτοτυπεί σε μια πολύ δύσκολη εποχή.

Στη φετινή παράσταση, με σκηνή πάνω στο δάπεδο του νέου γηπέδου καλαθοσφαίρισης…, ακόμα και τα λαθάκια - ένα ελαφρύ κόμπιασμα σ’ απαγγελία, μια σύγχυση στο ξεκίνημα ενός δύσκολου τραγουδιού - δεν ήταν λάθη.

Είχαν το γούστο τους κι αυτά. Ομορφιά.

Έμειναν οι απαλάμες μας στο χειροκρότημα, η ψυχή μας μ’ ανοιγμένα φτερά, τα χείλη μας να συνοδεύουν τα τραγούδια αδιάκοπα…

Με το πρόγραμμά τους τα παιδιά, πέρασαν, με τον αθώο, αγνό τους τρόπο, μέσα στις ψυχές μας, θετικά μηνύματα.

Μας άλλαξαν τη διάθεση… Μας γέμισαν αισιοδοξία.

Ο κάθε γοραντζινός, μετά τη λήξη της υπέροχης παράστασης - είπε και το εννοούσε:

-Είχα γιορτή «σπίτι» μου.

Τα περισσότερα παιδιά ήρθαν από το εξωτερικό.

Παράτησαν τις διακοπές στις μυθικές παραλίες, στα εξοχικά κι ήρθαν με πολύ κέφι στις «πέτρες» της Καλογοραντζής.

Να στριμωχτούν στη ζεστή ανοιχτή αγκαλιά της γιαγια - Κασσιανής, να προσκυνήσουν στην Παναγιά, να τραγουδήσουν στο καφενείο του χωριού μαζί με τους παππούδες το «ασημένια μου αλυσίδα», να επισκεφτούν τη Σκοτεινή, ν’ αφουγκραστούν την υπέροχη αφήγηση, του Μηνά Λέκκα…, ν’ αρπάξουν από το χέρι το μικρόφωνο του Τάκη Κόλια και να τραγουδήσουν μαζί του…

Ο απερίγραπτος δυναμισμός της, το σφρίγος και ο ενθουσιασμός για θετικό αποτέλεσμα, το μεγάλο πάθος και η προσδοκία της..., σε κάνουν να τη θαυμάζεις.

Σου λέει - με χειροπιαστό έργο - πώς μπορείς να παλέψεις, να ελπίσεις, να νικήσεις… Πώς ν’ αλλάξεις τον εαυτό σου, το διπλανό σου, τον τόπο σου.

Ενώ βλέπει τον τόπο της να χάνει την προοπτική - να έχει ζαλιστεί κυριολεκτικά - αυτή του δίνει ανάσες ζωής - για να μην σωριαστεί.

Να μην εγκαταλειφθεί. Να μην εξαφανισθεί.

Προσπαθεί να του κρατήσει τη ρίζα ζωντανή. Τα ήθη κι έθιμα… Να μην χαθούν, όπως λέει ο λαϊκός ποιητής, Κώτσιος Σούτζιος: «…τραγούδια και ζακόνια…»

Προτέρημα της δουλειάς της: Ν’ αγαπήσουν τα παιδιά το χωριό, να γνωρίσουν τις ρίζες τους, την καταγωγή τους. Να δημιουργήσουν φιλίες τα ντόπια με τα ερχόμενα παιδιά.

Για να πετύχει το στόχο η Αντωνέτα, δεν το έχει καθόλου εύκολο. Αναγκάζεται να γκρεμίσει τοίχους, να ξεπεράσει, το 'να μετά τ' άλλο, πολλά εμπόδια, να κάνεις υπερβάσεις ...

Πολλοί τη συμβουλεύουν να κάνει πίσω. Αλλά αυτή κάνει μόνο μπρος.

Με το έργο που κάνει, η Αντωνέτα Βαρσάμη, είναι ο «πρόεδρος» του χωριού, ο «έπαρχος» της Κάτω Δρόπολης, ο «βουλευτής»της περιοχής…

Έτσι, τουλάχιστον, νομίζω εγώ.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
16/08/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017