Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΚΟΙΤΑ ΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ…!

(Έτσι… για να "ξεχάσουμε" κάπως τα σοβαρά…)

Η μάνα καλή μου, είτε αλλιώς - η μάνα - Γκέλω - εκείνα τα δύσκολα χρόνια, όταν πήγαινε στο Χάσκοβο, σε συγγενείς, τύλιγε σ' ένα χαρτί λίγη ζάχαρη και καφέ και τα κομπόδενε στο ζωνάρι της.

Για να τα 'χε για το δρόμο.

Περπατώντας στη ρίζα του βουνού, κάθε τόσο κοντοστέκονταν... 

Έβγαζε το χαρτί από το ζωνάρι της κι έβαζε λίγο καφέ με ζάχαρη στη γλώσσα της.

Για να ‘παιρνε δύναμη.

Κατέβαζε κάτω κι από καμιά γουλιά ρακί, από το μπουκαλάκι, που κρατούσε σε πάνινη σακούλα.

Ενώ ο δόλιος, ο πολυδουλεμένος πατέρας μου, όταν η μάνα μου του ‘ψηνε καφέ, ανακατεμένο μ’ αρκετό  κριθάρι - τότε στο μανάβικο τύγχανε να πάρουμε σαν οικογένεια μόνο 100 γραμμάρια καφέ το μήνα - θυμάμαι που της έλεγε:

- Βίτα! Φύγε από κοντά μου, γιατί φοβάμαι μη χλιμιντρίσω σαν το μουλάρι και σε κλοτσήσω...!

....Σήμερα, ασφαλώς, γελάς με τέτοιου είδους γεγονότα;!

Αλλά συγχρόνως… και λυπάσαι…

Σιχαίνεσαι εκείνη τη μαύρη εποχή;!


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

22/05/2015 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017