Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΚΑΒΟΥΜΕ ΤΟ ΛΑΚΚΟ ΜΑΣ...!!!

(Ένα λάκκο μας φτιάχνουν, άλλον μας σκάβουν)

Ο λάκκος - απειλή, φοβία, τρόμος… στη Δερβιτσιάνη δαμάστηκε.

Του βάλθηκε πια, εδώ και μερικά χρόνια, χαλινάρι.  

Μπαίνουν τα νερά του, κάπου κοντά στου Στέργιου, σε υπόγεια διάβαση και βγαίνουν στο «Ταμπόρι», στη γέφυρα.

Εκεί σμίγουν με του Σαραντινού.

Για να ακολουθήσουν μαζί, σε συνέχεια την πειθαρχημένη διαδρομή. 

Το κανάλι, που τα οδηγεί στα «Μουσιά».

Οι γέφυρες: του Σιάνου, της εκκλησίας, του Τσιάμη, του Γκάση, τα μπέντια, είναι πια παμπάλαια ιστορία.

Μαζί και με το περιστατικό του ’47, που ξεχείλισε ο Μεγαλάκκος και μπήκαν τα νερά σε σπίτια. Κι απείλησαν ακόμη και τη ζωή μωρού σε σαμαρίτσα.

... Χάλασαν σωκήπια, γιαπί πάνω στην οικοδομή και λοιπά…

Η ανησυχία των μανάδων: «Βγήκε ο λάκκος…, πώς θα πάνε τα παιδιά μας στο σχολειό, πώς θα βγάλουμε το βιο στο τσομπάνο, πώς θα περάσουμε απέναντι για να πάμε στα χωράφια…», δεν υπάρχει πια.

Κυλάνε τα ορμητικά νερά τώρα κάτω από τα πόδια μας. 

Σε υπόγεια διάβαση… Και πάνω της κατασκευάστηκε ωραία λεωφόρος.

Κάνει τη βόλτα του πια άνετα ο κόσμος τώρα πάνω στη ράχη του τρόμου…

… Δεν θα γινόταν το έργο αυτό, αν πριν από χρόνια, δεν θα περνούσε από το χωριό ο Μπερίσια και δεν θα τολμούσε ένας συγχωριανός, ο Δημήτρης Μ. Μπόμπολης, να του ζητήσει τη χάρη:

- Να δαμάσει η κυβέρνηση το λάκκο - θηριό, που απειλεί το χωριό!

Όμως…, δεν είπε κανείς, του τότε δεξιού Πρωθυπουργού, ούτε του προηγούμενου αριστερού, ακόμα και του σημερινού: «Κάνετε έργα στη Μειονότητα με εξαγορά! Μπείτε και διασπάστε το χωριό. Κάνετε τη Μειονότητα χίλια κομμάτια.

Για τα κομματικά σας συμφέροντα;!»

Τους ζητάμε:

-Να μας δαμάσουν λάκκους, με τα λεφτά των επιχειρηματιών μας!

Κι αυτοί, μαζί με δικούς μας - Τάβο, Ξέρρα, και λοιπούς - που πάνω από τον Ελληνισμό βάζουν τα προσωπικά τους συμφέροντα, μας σκάβουν το λάκκο!».


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

12/10/2014  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.