Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΤΩΡΑ... ΘΑ ΦΑΜΕ ΤΟ ΓΑΛΑ ΜΕ ΤΟ ΠΙΡΟΥΝΙ!!!».

(Αφιερωμένο κείμενο με πολύ αγάπη, στον ΜΠΑΡΜΠΑ - Κόλια (Κύρο) Νίκο)

Πέρασε το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του στα βουνά…

Βοσκώντας, αρμέγοντας, φροντίζοντας με περίσσιο μεράκι τα πρόβατα…

Παρέα με τα σκυλιά, με τις στρουγγαράτσες, τους ματαράδες, τα κυπροκούδουνα…

Στη "Ζγκόρα", στη "Ζιάγκα", στο "Λουίζι"… Μέσα στο λιοπύρι, στις βροχές, στις βροντές…

Στις ανεμοθύελλες…

Όποιος διάβαινε από κει, τον έκραζε ο μπάρμπα - Κόλιας με τη βραχνή και παραπονιάρα του φωνή, να γυρίσει από τη στάνη.

Να τον φιλέψει.

Να του βάλει μπροστά ότι είχε και δεν είχε το κονάκι:

Τριμμένο γάλα με καλοψημένη λιπανή στην πλάκα, τυρί, γιαούρτι, μυζήθρα…

Έπειτα… τον ξεπροβοδούσε: «Άιντε... να πας στο καλό τώρα...!».

Συνήθως οι περαστικοί ανηφόριζαν να μαζέψουν στην κορυφή του βουνού τσάι, να μεταφέρουν από κει κοπριά…

Κάτω από την κάπα του μπάρμπα - Κόλια, πλάγιασε πολύς ντουνιάς. Δικοί μας και ξένοι.

Όταν συνομιλούσε με οποιονδήποτε για χάλια, του ‘κλαιγε η ψυχή. Του ‘φευγε κουμπί το δάκρυ.

Ο μπάρμπα - Κόλιας ήταν πολύ ευαίσθητος …

Συμβούλεψε φίλο  του, που λαλώντας τα πρόβατα, λαλούσε και για το σύστημα: «Σιώρη κάτσε φρόνημα! Μάζεψε το στόμα! Στρογγύλεψε τη γλώσσα σου..!

Γιατί τούτοι εδώ, σου βάζουν τα σίδερα. Σε ρίχνουν στη μηχανή…!»

... Όταν βγήκαν οι τηλεοράσεις, τον πλησιάζει ένας κοντινός γείτονας και με το θάρρος τον πειράζει:

«Μπάρμπα τα ‘χεις τα λεφτά. Μαζεμένα από το μαλλί, από το γάλα, το τυρί, το κρέας. Πάρε αυτό το διάολο κουτί που βγήκε τώρα, να ξαχλιάσει η φαμίλια σου!»

Γυρίζει ο αγαθός άνθρωπος και του λέει:

«Όχι, παιδί μου! Πρώτος να πάρεις εσύ, που έχεις την Αμερική, είσαι της πιάτσας, γραμματισμένος και μετά εγώ ο τσομπάνος. Μπααα..., δεν σε προσβάλω εσένα εγώ…!».

Είχε κατεβάσει το κοπάδι στο χωριό και το απλώνε να σκαρίσει σε χέρσο μ' αγκάθια, στο «Μεσονήνι». Καθόταν όρθιος, ακουμπισμένος στην γκλίτσα και πρόσεχε να μην βάλει ρουθούνι σε χλόη του κοινού, να μην πατήσει πόδι προβάτου στους αγρούς του Συνεταιρισμού.

Νάτος ο αγροφύλακας. Του βγαίνει μπροστά και του λέει:

- Μπάρμπα, βλέπω, είσαι κοζάρης. Μας κάνεις ζημιές στα χωράφια. Σε νόμιζα καλό, αλλά είσαι άτιμος!!!

Ακούγοντας αυτή την προσβολή, του ‘ρθε ο ουρανός σφοντύλι του αγαθού, φιλήσυχου ανθρώπου. Εκείνη τη στιγμή, δεν θέλησε τη ζωή του...

Ο μπάρμπα - Κόλιας πειράζονταν από μικροπράγματα κι όχι από μια τόσo μεγάλη προσβλητική  κουβέντα…    

Αν ήθελες να λαβώσεις βαριά την ευαίσθητη ψυχή του μπάρμπα - Κόλια, ήταν το μόνο εύκολο.

Του ‘παιρνες τα πρόβατα…

Αυτό το μεγάλο κακό του το ‘κανε ο Συνεταιρισμός, με την εφαρμογή της θεωρίας της συγκέντρωσης του βιού σε κοπαδάκια. Και της γης σε χωραφάκια…

Έτρεξε σε γραφεία, μην και τ’ άφηναν λίγα μπραβάρια. Ούτε που του ‘βαλε κανείς τ’ αυτί...!  

… Κι είχαν τότε τη μεγάλη πεποίθηση τα ιθύνοντα στελέχη του κόμματος και της εξουσίας, με τη μεταρρύθμιση αυτή, ο κόσμος θα χόρταινε το έντερό του.

Θα πνιγόταν στο γάλα…!!!

Τόσο που..., τους έτρωγε σαν το σαράκι, η μεγάλη σκοτούρα. Για... το πώς και με τι θα μετέφεραν το μπόλικο γάλα ως το τελευταίο σπίτι.

Ψηλά στην «Σπανθιά», στο «Μεσοχώρι», στην «Παλιουριά»…

Μα… ο μπάρμπα - Κόλιας, αφού είδε το κοινό νοικοκυριό να παίρνει την κάτω βόλτα, για πρώτη φορά στη ζωή του, από τον έντονο θυμό του, είπε την κουβέντα, που θα τη θυμούνται όλες οι γενιές:

«Από δω και πέρα, το γάλα θα το φάμε με το πιρούνι…!!!».

Αν δεν ήτανε γέρος - με το ‘να πόδι στο μνήμα - θα τον οδηγούσαν τότε, μ’ όσους άλλους αντιστάθηκαν, στο κελί.

Στη γκαβή.

Στο μέρος, που μαγάριζαν τ’ άλογα.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
08/10/2014





  






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.