Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΤΕΛΑΛΗΣ

Δεν είχε χωνί εκείνη την εποχή η Κόλη Ζντάβαινα, που ήταν τελάλης του χωριού.

Είχε, όμως δυνατή λαλιά, που ακουγόταν μακριά.

Ως τη Δολιανη, ως τη Ζγόρα, ως το Παραλίβαδο.

Όταν ερχόταν ψάρια, λαχανικά ή οποιαδήποτε άλλη πραμάτεια στο χωριό, έφτιαχνε χωνί με τις παλάμες των χεριών της και φώναζε.

Ειδοποιούσε τους κατοίκους να βγουν ν' αγοράσουν.

Ανακοίνωνε και τις τιμές τού προϊόντος.

Το παζάρι γινόταν στα πεζούλια τού Καρατζιά ή στο Νταμπόρι.

Οι πραματευτές την αντάμειβαν σε είδος.

Την χρησιμοποίησε και ο κατακτητής, για να περνούσε στο χωριό μηνύματα.

Όταν τα πολεμικά ιταλικά αεροπλάνα ετοιμαζόταν να βομβαρδίσουν, η Μάνα - Κόλαινα με το "χωνί" και ο Μήτρος Ξέρρας με τη σειρήνα, προειδοποιούσαν το χωριό να κρυφτεί ...

Έξυπνη γυναίκα. Τα ύποπτα μηνύματα  τα κακά μαντάτα, τα διαμόρφωνε.

Ο Γερμανός ετοιμάστηκε ένα τροπάρι να κάνει φονικό. Να κάψει, να εκτελέσει. Την ανάγκασε να ειδοποιήσει τους άνδρες του χωριού, για να κατέβουν κάτω.

Αυτή, που κατάλαβε τον κακό σκοπό, φώναξε:

"Προσοχή, προσοχή! Σας ενημερώνω, εκ μέρους των Γερμανών, τα λεμόνια ν' ανέβουν πάνω και τα πορτοκάλια να κατέβουν κάτω στην πλατεία του χωριού!".

Σε λίγη ώρα μαζεύτηκαν στο καθορισμένο σημείο μόνον οι γέροντες. Οι νέοι το είχαν σκάσει. Είχαν πάρει δίπλα τα βουνά.

Λένε ότι η πράξη αυτή, της κόστισε τη ζωή της Μάνα - Κόλαινας. Από το ξύλο τής αρκούδας που έφαγε, μέσα στο μήνα πέθανε.

Υστερόγραφο:

Ανέφερα πέρα - δώθε το παραπάνω περιστατικό, με στόχο μήπως βρω κάποιον που να έχει τη φωτογραφία της Μάνα - Κόλαινας, μου τη δώσει, για να συνοδέψω, όπως συνηθίζω, το κείμενο.

... Την είχε συμμαζέψει ο Βασίλης Λίλλης στ' αρχεία του και μου τη δάνεισε. Ήθελε να τη ζωγραφίσει κιόλας, για να έμπαινε, εκείνον τον καιρό, στις προθήκες του μουσείου του χωριού.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
13/10/2017

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.