Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ


Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή.

Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης.

Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση:

Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία.

Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους.

Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του.

Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες.

Ο ένας μετά τον άλλο επιστρέφουν για να ξεκινήσουν τη δράση. Μέσω διαφώτισης, με σημαίες, προκηρύξεις..., σκόπευαν να ξυπνήσουν συνειδήσεις, να ξεσηκώσουν τον κόσμο της περιοχής για λύτρωση.

Μια μέρα να έλειπες τότε από τη δουλειά, αμφέβαλλαν και σ' έψαχναν. Δεν έτρωγαν χορτάρι, δεν ήταν χαζοί οι αλβανοί αστυνομικοί. Μάθαιναν, ακόμα και από το οικογενειακό σου περιβάλλον, πού ήσουν και τι έκανες.

Μετά από τη σύλληψη των δύο, η μέγγενη που έσφιγγε, το γερό ξύλο που έπεφτε, παρέδωσε και τον τρίτο.

Ρίχνοντάς του τις χειροπέδες, οι αστυνομικοί κορόιδευαν τον Σπύρο:
«Για πες μας, ρε μάγκα τώρα, τις κόκκινες χειροβομβίδες πού τις έχεις;!».

Από τα δεκαοχτώ χρόνια, που τιμωρήθηκε, έκανε μόνο τα εννιά. Μειωνόταν διαρκώς η ποινή, λόγω αμνηστίας κι εργασίας.

Στη φυλακή ο Σπύρος γνώρισε τη Βασιλική ΤΣΙΑΜΗ, τον Κίτσιο ΜΠΟΜΠΟΛΗ, τον Τσίλη ΝΤΕΝΤΕ, τον Μήτρο ΞΕΡΡΑ, τον Παναγιώτη ΚΟΝΙΝΗ ...

Βγήκε το '66 για να μπει, για άλλα 3 χρόνια, ξανά σε κελί.

Αυτή τη φορά, εκνευρισμένος από άτοπη κρητική: «Σαμποτάρεις! Δεν μαζεύεις καλά την παραγωγή», κρατώντας στήριγμα ντοματιάς παραλίγο ν' ανοίξει το κεφάλι κομματικού στελέχους στο Στιάρι.

Το συνοικέσιό του με τη Θεοδώρα ΚΕΝΟΥΤΗ, από τη Δίβρη, που είχε φυλακισθέντες, σκοτωμένους, εξορισμένους, δραπέτες εκείνη την περίοδο η οικογένειά της, έγινε στη φυλακή. Κι αυτή τότε ήταν πικραμένη από το σύστημα ως το μεδούλι.

Το μικρόβιο του αγώνα, της θυσίας ο Σπύρος και η οικογένειά του το κληρονομούσαν από παλιά.

Με τον εκδημοκρατισμό της Αλβανίας, μετά το '90 οι δήμιοι πέρασαν κι αυτοί το σύνορο, ήρθαν στην Ελλάδα να φάνε ψωμί από τον Έλληνα.

Συνάντησε τον δικαστή του ο Σπύρος σε καφενείο της Αθήνας. Το κτήνος μόλις είδε το θύμα του, έπαθε πανικό.

Έπρεπε να τον πατούσε ο Σπύρος σαν το σκουλήκι, δεν το έκανε. Μόνο τον ανάγκασε κι έβρισε, μπροστά στην παρέα του, σύστημα και δικτάτορα.

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
05/01/2019

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017

ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΜΕ ΠΟΝΟ ΨΥΧΗΣ

Είναι έργο ζωής το βιβλίο «Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ, Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΜΑΣ», του Βασίλη ΛΑΧΑΝΑ. Βαρύ σε περιεχόμενο, αλλά και σε όγκο. Βαραίνουν στο χέρι σου, ακόμα κι ως χάρτινο υλικό, οι 321 σελίδες. (Προσθέτεις εδώ και τις 259 ασπρόμαυρες και έγχρωμες φωτογραφίες που συμπεριλαμβάνονται στο έργο και του ανεβάζουν περισσότερο την αξία). Είναι άφθονα, αλλά και σωστά τεκμηριωμένα όλα τα στοιχεία. Στο σφιχτοδεμένο βιβλίο νομίζεις ότι αν ακουμπήσεις ανάλαφρα πάνω στο σώμα του μύτη μαχαιριού, θα δεις να  « ρέει »  αδιάκοπα άφθονο ποιοτικό απόσταγμα. Για το μικρό Βοδίνο, ο Βασίλης, το τέκνο του, μίλησε μέσω τού γραπτού του λόγου, με πόνο ψυχής. Η σωστή συντακτική και ορθογραφική επιμέλεια των Αλκιβιάδη Σ. ΓΚΑΖΙΚΑ και Μάρθας ΤΣΙΟΥΡΗ - ΘΑΝΑΣΗ, προσέθεσαν ομορφιά στις πολύτιμες σελίδες τού βιβλίου. Όταν τελείωσα τη σύνταξη όλου του υλικού, κατέληξα ενθουσιασμένος στο εύλογο συμπέρασμα: ότι από μικρή βατιά, βγήκε μεγάλος λαγός. Σε κάθε σειρά συναντάς την τεράστια υπομονή τ...