Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΤΑΤΑ - ΜΕΡΟΣ

(1875 - 1977)

Ντυνόταν διαφορετικά απ’ όλους τους άλλους συνομήλικούς του στο χωριό ο ήσυχος Τάτα Μέρος (Χρήστος Γκούτζος) με το ψηλό, αλύγιστο σώμα του, ώσπου έφυγε από τη ζωή.

Το μαύρο σκουφί του, ήταν πλεγμένο, πάντα, με μάλλινο νήμα από τα χέρια της αναποδιάρας γυναίκας του.

Το λευκό πουκάμισό του, είχε ανοιχτά μανίκια σαν καμπάνες. Σαν του τσολιά.

Περιτριγύριζε, χωρίς υπερβολή, εννιά μέτρα μάλλινη ζώνη τη μέση του, για να την προστατέψει από την κούραση στις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες.

Κάτω φορούσε σκούρο τουμάνι.

Καλλιεργούσε, σε καρπερό ποτιστικό χωράφι, στον «Αμεραλί», σχεδόν όλα τα λαχανικά. Φόρτωνε τη φοράδα από τα χαράματα και έφευγε για την πόλη. 

Όταν οι άλλοι πήγαιναν στο παζάρι, αυτός γύριζε. Ποτέ, όμως, άδειος. Έβαζε δόγες στο σαμάρι και μετέφερε από την Κολοριτσή μαυρούκια. Έκτιζε με αυτές, όταν του ‘βγαινε χρόνος, την καλύβα στο χωράφι του.

Κάποιο τροπάρι, συνεννοήθηκε με παρέα να ξενιτευτεί. Μεγάλη συνεχόμενη τρικυμία, διάρκειας μερικών ημερών, τον ανάγκασε να γυρίσει πίσω.

Κονόμησε λίρες και φλουριά στον τόπο του.

Μια φορά, λένε, δεν ήθελε να πληρώσει τους φόρους. Τον πίεσαν οι Τούρκοι στο σπίτι του Σιάνου να πειθαρχήσει στους νόμους. Αυτός ρίχτηκε από το παράθυρο στο σαμάρι της φοράδας που ήταν κάτω και το έσκασε. 

Τσακώθηκε με τον Ντίνο Γιάννο, που του τσαλαπατούσε με τα πρόβατα, τα χασίλια στ’ ακροντέρβενο.

«Ζουλάπια» αποκάλεσε τα κομμούνια, που βασάνισαν, χωρίς κανέναν λόγο, στο «Ζεστό» τον καλοσυνάτο, φιλήσυχο συγχωριανό, Θωμά Διαμάντη.

Βγήκε μπροστά στο τρακτέρ, που χαλούσε τράφους, όταν επιχείρησαν να του πάρουν το χωράφι. Δεν δεχόταν με τίποτε να δώσει τα κόπια του στο νεοσύστατο συνεταιρισμό.

Κατέκρινε με τον τρόπο του, σε άτομα έμπιστα, το κράτος, το κλειστό σύνορο. Αφού είχε στην Ελλάδα παντρεμένη με αξιωματικό την Όλγα, την κόρη του και ζούσε χρόνια το ζωντοχωρισμό …

Από τα τοπικά όργανα δύο φορές μπήκε τ’ όνομά του σε λίστα, για να κηρυχθεί κουλιάκος. Κάποιοι πάνω, που είχαν φάει και πιει του σκασμού από τον Τάτα, απέρριπταν την πρόταση.

Ο Λάκης, ο Άρης, ο Κίτσιος … πριν πάρουν την απόφαση της δραπέτευσης, ρώτησαν τον Τάτα να τους πει: Πού είναι η Ελλάδα;

«Από κει που βγαίνει ο ήλιος τραβάτε! τους είπε. Ό,τι είναι φωτεινό, έχει λάμψη, είναι Ελλάδα!».

Μετά, τού κόλλησε ο αστυνομικός της περιοχής, για να του βγάλει το μυστικό με την τανάλια.

Ασυναγώνιστος γεωργός και κτηνοτρόφος εκείνης της εποχής ο Τάτας. Διατηρεί η οικογένειά του σαν φυλακτό ακόμα το παλιό αλέτρι, τη γκλίτσα, κυπροκούδουνα και καρδάρια ...      

Ακόμα και οι κωφάλαλοι συγγενείς του : ο Ηλίας και ο  Κώτσιος, τον παρίσταναν άξιο, τολμηρό, δουλευταρά στο κοινό, με νοήματα

Τον χαιρόταν.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
03/06/2017   

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.