Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΖΩ ΔΥΟ ΖΩΕΣ»

(Σκιτσογράφημα)
 
Πέθαιναν αράδα τ’ αδέλφια της. Το ‘να μετά τ’ άλλο τα ‘παιρνε ο χάρος από μικρά. Τα περισσότερα απ’ την κούνια.

Τη μοναχοκόρη, το κλωνί του Παππά,  την μάνα μου, την λυπόταν,  την πονούσε, αλλά και την αγαπούσε συνάμα όλο το «Μεσοχώρι». 

Η ίδια ζούσε έντονα τα οικογενειακά επεισόδια. Θυμάται πως, ο πατέρας της στην προσπάθειά του για να σώσει τον Παναγιώτη, έφτασε με βαρυχειμωνιά στο Αργυρόκαστρο για να φέρει στο σπίτι γιατρό. Τον πέρασε, τραβώντας τ’ άλογο από το καπίστρι, στα νερά του ορμητικού «Σαραντινού». 

Όταν έφυγε ο γιατρός, παρόλο που δεν μπόρεσε να σώσει το γιο του,  του έδωσε τ’ ακριβό γαμπρικό κοστούμι του, που το 'χε αγοράσει, όταν πήγε ως μετανάστης στην Αμερική.

Μικρή η μάνα μου έβλεπε τους 50ρηδες, με μουστάκι, ακουμπημένους σε μπαστούνι, γυρτούς, ρυτιδωμένους, καταγερασμένους, κακοφορεμένους κι έλεγε μέσα της: 

«Πολλοί μεγάλοι, τούτοι οι άνθρωποι;! Πώς δεν πέθαναν ακόμα;!»

Τώρα που η ίδια έχει περίπου τα διπλά χρόνια, κλείνει τα ενενήντα ένα, λέει για τον εαυτό της: 

«Ζω δυο ζωές, βαρετές είναι πλέον, βάρυνε το καντάρι, κουράστηκα, να φύγω! Κι αν φύγω, μην χολιάζετε, δε θα μείνει κρεμασμένο το τουφέκι... Αλλά ... τι σου κάνω, αφού είμαι στο πόδι, ας ζήσω και λίγο … Τούτες είναι άλλες εποχές. Τώρα τρώμε από λαγών τυρί κι από αγριογίδα γάλα».

(Από το ανέκδοτο έργο μου: «Το βιβλίο της Μάνας μου»).


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
10/05/2017

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017