Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΠΟΥΛΑΝ ΚΑΡΔΙΕΣ …»

Ξύπνησα με καλή διάθεση σήμερα.
Χαρούμενος, αισιόδοξος. Είμαι στα χάη μου και σιγοτραγουδώ παρέα με τον αθάνατο Δημήτρη Μητροπάνο:

«Πες μου πού πουλάν καρδιές,/να σου πάρω μια./Πες μου πού πουλάν χαρές,/να σου πάρω δύο…»

Η πρωινή αύρα της θάλασσας στην Πάργα των ολιγοήμερων διακοπών μου, μού ευφραίνει την ψυχή.

Συνοδεύω τη φωνάρα του αξέχαστου ερμηνευτή, σε συνέχεια, με σφύριγμα και με δυνατή φωνή:

«Θέλω να ‘χεις δυό καρδιές,/ν’ αγαπάς διπλά τον κόσμο…»
«…Πες μου πού πουλάν χαρές,/να στις πάρω όλες…»

Στο τραγούδι - εποχή - δεν ξεχωρίζεις εύκολα πού ξεκινάει η καταπληκτική μουσική, πού σταματάει ο δυνατός στίχος κι αν υπερβαίνει, ξεπερνάει τα δύο πρώτα η ερμηνεία του υπέροχου τραγουδιστή.

Την ώρα που παράγονταν το τραγούδι αυτό - φαντάζομαι - οι καλλιτέχνες δεν ήταν εδώ.

Ήταν αλλού.

Στην κοσμάρα τους.

Με «πήραν», σήμερα κι εμένα μαζί τους.

Ελάτε καλοί μου φίλοι κι εσείς. Να τραγουδήσουμε μαζί το τραγούδι: «Πού πουλάν καρδιές».

Που σου βάζει στην καρδιά πανιά και σε ταξιδεύει. Που σου ανεβάζει διαρκώς τη διάθεση, το ηθικό:

«Πες μου πού πουλάν χαρές,/ να στις πάρω όλες»… 

«Θέλω να χεις δυο καρδιές,/ ν αγαπάς διπλά τον κόσμο…»

Μα… τι άλλο… μπορεί να πει ένα τραγούδι…;!

Τίποτε περισσότερο.

Αφού είπε όλη την ψυχή… τόσο ευαίσθητα και τόσο δυνατά …



Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

29/07/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.