Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΠΕΡΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΝΑΚΙ!»

Μια εξώπορτα δεν είναι απλά εξώπορτα.

Αυτή, η συγκεκριμένη, είναι έργο τέχνης. Κόσμημα, αρχοντική ... 

Που κλείνει έναν αυλόγυρο, που περιορίζει ένα σπίτι με ιδιαίτερη σημασία, με ιδιαίτερη ιστορία.

Κάποτε η σπιτονοικοκυρά γέμισε την κατσαρόλα με φασολάδα, για να μαζέψει την ταρτάνα. 

Ο Στέφος αφού δυσκολευόταν να πιάσει φασόλι με το κουτάλι του, λέει στα άλλα μέλη της οικογένειας, που είχαν καθίσει γύρω από το σουφρά και τρώγανε το νεροζούμι:

 «Φασολάδα …, να μαζέψομε τα παντελόνια και να μπλατσαρίσομε είναι αυτή ...».

Ο Λάκης Ντάκος, που έφυγε πριν από λίγα χρόνια από τη ζωή, καθόταν στο σουφά αυτής της εξώπορτας  και  καλούσε κάθε περαστικό: 

«Έλα, ρε φίλε, πέρνα από το κονάκι μου, για έναν καφέ κι ένα νερό … !».

Αιτία, αφορμή ήθελε, για να γυρίσει με το φίλο του και ο ίδιος κανένα ποτήρι ρακή …

Ήταν του κεφιού και του ποτηριού ο άνθρωπος … 

Στο Νταμπόρι, στο χορό, κρατούσε πάντα το μπαϊράκι. Και μοίραζε στο Μοναστήρι το χλωρό τυρί …  


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

23/02/2017 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017