Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΣΑΝΑΚΟΓΛΕΙΦΤΕΣ ΚΑΘΕ ΕΠΟΧΗΣ

(Κοινωνικό θέμα)

Πριν από ένα χρόνο περίπου, συνοδέψαμε την ίδια μέρα για την τελευταία κατοικία δύο νεκρούς:

Τη Βικτωρία Τσιούρη, και τη Μελπομένη Νάκα.

Πρώην βουλευτίνα στο δικτατορικό καθεστώς η μία. Απλή εργαζόμενη σε γεωργικό συνεταιρισμό η άλλη.

Παρατήρησα εκείνη την ημέρα ένα γεγονός: 

Ελάχιστος κόσμος συνόδεψε τη Βικτωρία στην τελευταία της κατοικία. Τη Μελπομένη αρκετός. 

Σχεδόν διπλάσιος.

Στο πρώην σύστημα θα σύμβαινε το αντίθετο.

Τη θεία Βίτα, όπως συνηθίσαμε να τη φωνάζομε τότε, θα την ξεπροβοδούσε πλήθος κόσμου, θα σκεπάζονταν ο τάφος της από πολλά στεφάνια, θα κρατούσαν βαρυσήμαντο λόγο με εγκώμια, με επαίνους επίσημα πρόσωπα …

Θα πει κανείς ότι ο κόσμος με την πράξη του, την απουσία του δηλαδή, εκδικήθηκε, τιμώρησε. 

Θέλω να πιστεύω όχι τη Βικτωρία, αλλά το αισχρό σύστημα.

Γιατί η Βικτωρία δεν ήταν το σύστημα. Γρανάζι ήταν, ασήμαντο, σε φθαρμένο μηχανισμό.

Ένα κομμάτι, όμως, της κοινωνίας το βοήθησε αρκετά, από θέση αντιπρόεδρου συνεταιρισμού, βουλευτή, αντιπρόεδρου της τότε Λαϊκής Βουλής, κλπ. 

Σε αυτή τη θέση ίσως να ήμουν εγώ, εσύ. Να όμως, που έτυχε αυτή να ήταν η «εκπροσώπηση» της Μειονότητας.

Έλειπαν από τη νεκρώσιμη ακολουθία, δε συμμετείχαν στην κηδεία «έμπιστα»«σοβαρά» πρόσωπα εκείνης της εποχής, που για να επωφεληθούν από την «εξουσία» της, το «κύρος» της, της έκαναν τεμενάδες.

Έλειπαν οι τσανακογλείφτες εκείνης, αλλά και τούτης εποχής.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
15/02/2017      

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017