Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΝΑ ΗΤΑΝ ΣΥΜΠΤΩΣΗ; TË QE KOICIDENCË?

ΝΑ ΗΤΑΝ ΣΥΜΠΤΩΣΗ;


Δεν το πιστεύω!

Ο Πετρίτ Μπεκίρι κι εγώ ξεκινήσαμε πεζοί και χαρούμενοι:

Την ίδια ώρα, το ίδιο πρωί, της ίδιας μέρας.

O ένας από το Μασκουλόρι και ο άλλος από τη Δερβιτσάνη.

Και παραβρεθήκαμε σε ίδια σημαντική συνάντηση, που είχε σχέση με το μέλλον της ζωής μας.

Μας είχαν φωνάξει να περάσουμε το πράκι του ίδιου κτιρίου.

Αυτός για να εργαστεί, ως συντάκτης, στην τοπική εφημερίδα, «Pararoja», ενώ εγώ στο ελληνόφωνο “Λαϊκό Βήμα”.

(Για τους δύο έχει δώσει συγκατάθεση ο Βασίλης Τσιάμης, συγχωρεμένος να είναι!).

Χώριζε τις δύο εφημερίδες μόνο ένας διάδρομος...

Οι δύο είχαμε το ίδιο δίλημμα. Aναρωτιόμασταν: «Σε τούτη μεγάλη πόρτα, τι ζητάω εγώ;!».

Τότε πάνω στην ανασφάλειά μας, «θα τα καταφέρουμε ή όχι», καθίσαμε μπροστά σε φωτογραφικό φακό και μας τράβηξαν αυτή την αναμνηστική φωτογραφία.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
02/12/2016


TË QE KOICIDENCË?


S’e besoj!

Petrit Beqiri dhe unë u nisëm me këmbë, të gëzuar.

Të njëjtën orë,të njëjtin mëngjes të së njëjtës dite.

Njeri nga Mashkullora, tjetri nga Dervicjani.

Dhe morrëm pjesë në të njëjtin takim të rëndësishëm, që kishte lidhje me të ardhmen e jetës tonë.

Na kishin thirrur të kapërcenim pragun e së njëjtës godinë.

Petriti për të punuar si redaktor në gazetën lokale “Pararoja”, ndërsa unë si redaktor në gazetën “Llaiko Vima”!

(Për të dy kishte dhënë opinionin e tij, Vasil Çami, ndjesë pastë!).

I ndante vetëm një korridor të dyja gazetat.

Të dy kishim te njëjtin ankth. Pyetëm veten:

 “Tek kjo derë e madhe ç' kërkoj unë?”.

Atëherë tek dyshonim, “do ta përballojmë detyrën, apo jo”, qëndruam para aparatit fotografik dhe u fotografuam.


Jorgo MITILI

02/12/2016 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.