Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

"...ΑΠΟ ΚΕΙ ΠΟΥ ΛΑΛΑΕΙ Η ΠΕΡΔΙΚΑ..."

Έφτιαχνε με τα χέρια του χωνί μπροστά στα χείλη του κι "έπαιζε" άνετα κλαρίνο.

Σε προειδοποιούσε, ο μπάρμπα - Νάσιος, με τον όμορφο ήχο, που έμοιαζε της πέρδικας, ότι έφτασα κι είμαι εδώ,

έξω από την πόρτα του σχολείου σας.

Κι εμείς, τότε μαθητές, στο μεγάλο διάλυμα τον επισκεπτόμασταν κι αγοράζαμε - κατά περίοδο - στεγνά νόστιμα σύκα, (με ένα λεκ το ένα),

γλυκά ρόιδα, (5 λεκ τα μικρά, 10 τα μεγάλα, παλιά), κυδώνια που μοσχοβολούσαν, πορτοκάλια...

Ο ψηλός γεμάτος άνδρας με τσαλακωμένο καπέλο, την "πραμάτεια" του την κουβαλούσε σε σακί....

Φθινόπωρο, χειμώνα - αρκετούς μήνες στη σειρά - αυτή τη δουλειά έκανε.

Μ' έσπρωξε η περιέργεια κι ήθελα να μάθω κάποια στιγμή από πού κρατούσε η σκούφια του.

Όταν τον ρώτησα, μου απάντησε πρόθυμα:

"Είμαι από κει που λαλάει η πέρδικα".

Τι ωραία απάντηση, αλλά έλα και να βρεις τον τόπο..."...κει πουλαλάει η πέρδικα...".

Ήταν από τη Μουζίνα, (το διαπίστωσα αμέσως μετά), που έχει πολλές πέρδικες, μάλλον και πετροπέρδικες.

Στο τραγούδι τους, ο μπάρμπα - Νάσιος, ήταν μια επιπλέον όμορφη φωνή.

Στις πλαγιές, στους βράχους, στα ρυάκια, στις κλεισούρες, στην ποταμιά, στα δάση...

Μέσα στο μουντό πράσινο της παρθένας φύσης.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
18/09/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017