Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣ... ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΙΜΑΙ…»

… Θα ‘ταν μετά την τελευταία φυλάκιση.

Κατακουρασμένος κατέβασε στρώμα, κουβέρτα, προσκέφαλο... από την πλάτη του και τ' ακούμπησε στο σουφά της εξώπορτας…

Κι έβαλε τη φωνή:

-Βάνθω, Βάνθω!

Άκουσε με το πρώτο η αγαθή γυναίκα του και βγήκε στο κεφαλόσκαλο.

-Έλα να πάρεις το προικιό!

-Άφηνέ το αυτού, μην το κουνάς, πάλι θα σε πάρουν. Δεν κλείνεις το στόμα σου εσύ…

- Το δίκιο έπνιγε το Μήτρο ΞΕΡΡΑ και τον έβαζαν συνέχεια πίσω από τα κάγκελα -

Στην πρώτη φυλακή, σε δικαστήριο κλειστών θυρών, για να μην φαινόταν οι φάτσες των καταδοτών, του κατήγγειλαν την κατηγορία: «Σε δικάζουμε σαν φιλέλληνα!».

Του ανακοίνωσαν και την ποινή - 25 χρόνια φυλάκιση…

«Δεν είμαι φιλέλληνας - αντιστάθηκε - Έλληνας είμαι. Άδικα βάλθηκε το σύνορο... κι εμείς μείναμε απ’ έξω.

Τον συλλαμβάνανε και μετά του άδειαζαν το σπίτι. Του ‘παιρναν κουστούμια, πανωφόρια, τη ραπτομηχανή, γυαλικά. Σφράγιζαν το μαγαζί του, αλλά εργαλεία δεν του πείραζαν.

 Τ’ άφηναν για να ‘φτιαχνε στην επιστροφή μ’ αυτά ξανά τα όπλα τους.

Έβλεπε τα κλεψίματα παντού σε κάθε βήμα κι έλεγε: «Με αρπαγές δεν κρατιέται όρθιο το κράτος».

Ούτε βελόνι δεν έπαιρνε αυτός. Έζησε τίμια, σκουπίζοντας το μέτωπο.

Σε παλιά φωτογραφία, με το Γιάννη μικρό να πιάνει σίδερα, βλέπουμε κρεμασμένα σε τοίχο του συνεργείου του, πλάι σε κατσαβίδια, σε λίμες, σε σφυριά, σε τανάλιες… και περίστροφα.

Ήταν τέλειος οπλοποιός.

Στα Τίρανα είχαν φτάσει κινέζικα μηχανήματα για πλεκτά.  Κάτι δεν έγινε σωστά στη συναρμολόγηση και δεν ξεκίναγε η δουλειά. Κουβάλησαν το Μήτρο από τη φυλακή για να δώσει γνώμη, να βάλει χέρι.

-Χωρίς χειροπέδες, τους είπε, έρχομαι, διαφορετικά δεν το κουνάω. Εσείς μου έχετε την ανάγκη.

Δεν τους άνοιγε το χρηματοκιβώτιο σε τράπεζα. Τον πήγαν κι εκεί.

Τους ζήτησε πένσα και κατσαβίδι και να τον αφήσουν μόνο του.

Όσο να βγουν έξω αυτός το άνοιξε  

-Δες τρακτέρ που φέραμε, Μήτρο; - τον προκαλούσαν.

Αυτός: «Η Αμερική τα ‘χε από παλιά αυτά».

Την αλήθεια έλεγε και τον μαζεύανε ξανά.

«Δοκιμή κάνουν εδώ σε μικρή χώρα του κομμουνισμού, για να δουν τι φαγητό μαγειρεύει, εξέφραζε ελεύθερα τη σκέψη του. Μην κακιώνετε κανενός».

Πώς σε βάζει το στόμα φυλακή, απορούσε. Στην Ελλάδα γελοιογραφία κάνουν και του Βασιλιά, αλλά δεν τους αγγίζει κανείς.

Ορισμένοι ανεγκέφαλοι, ενώ έπεφτε το σύστημα, γκρεμιζόταν τα πάντα, κρατούσαν ακόμα άμυνα, φοβέριζαν ακόμα κόσμο.

Για την τέχνη έλεγε: "Άμα δε σε τρώει η περιέργεια, δεν γίνεσαι τεχνίτης. Η ευστροφία μετά, σου χρειάζεται, για να ρίξεις το επόμενο βήμα…"

Τρόχιζε μύλο του καφέ, τον ξεμούδιαζε, τον έκανε καινούργιο. Να ‘κοβες μετά μ’ αυτόν άνετα και πέτρες.

Σε ψαλίδια, μαχαίρια βοσκών, έδινε νερό, αντοχή, να κόβουν σίδερο.

Κι ένα περίεργο γεγονός - αφού κάνουμε λόγο για την τέχνη - από τα Γιάννενα πριν το ’40, όταν ήταν φρέσκο τσιράκι:

Σε συνεργείο, που εργαζόταν, ο Μήτρος πέτυχε μια καινοτομία. Μόλις την είδε ο μάστορας, κόντεψε να πάθει.

Όλο ζήλια και κακό του λέει:

-Κοίτα ο Αλβανός μας πέρασε.

Του Μήτρου, του ‘γινε το αίμα νερό. Μάζεψε τα ράκια του κι έφυγε.

Δεν σε πείραζε, αλλά δεν σε άφηνε ούτε να τον πειράξεις.

Έλεγε: "Μην φοβάσαι τον έξυπνο εχθρό".

Το '89 το σύστημα έπεφτε, αλλά οι φανατικοί δεν ήθελαν να το καταλάβουν…

 Ξέσπασε ο Μήτρος τότε: «Πάει... έφυγε...τι νομίζετε, ήρθε το τέλος…».

Το ‘90  με το χαλασμό, μάζεψε τους δικούς του και τους συμβούλεψε: «Καθίστε εδώ, μην φεύγετε. Κι εδώ Ελλάδα είναι!».

Αφού ήξερε από παλιά ο Μήτρος τι θα πει Ελλάδα και τι θα πει Έλληνες...

Το είχε λύσει αυτό το "μυστικό". 

Ως το τελευταίο βράδυ της ζωής του δούλευε.

Με το τσιγάρο στο χέρι πέθανε… στις 17 Δεκέμβρη του '90.

Γι' αυτόν πρωτοχτύπησε λυπητερά η καμπάνα. Και θάφτηκε πρώτος, μετά την ανατροπή του μίζερου καθεστώτος, σαν δίκαιος άνθρωπος που ήταν, με παπά.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
22/07/2016


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.