Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΦΑΝΕΛΑ ΜΕ ΤΟ ΔΕΚΑ


(Έχει αφετηρία κάθε ξεκίνημα. Ο Θωμάς ΓΚΙΝΗΣ δεν έφτασε ψηλά απ' το πουθενά!!!)

Σε μικρό χωριό - με ελάχιστο κόσμο και τόπο - οι νέοι για να περάσουν τον ελεύθερο χρόνο ευχάριστα, επιλέγουν τ’ ανάλογο άθλημα.

Στους Βανιστιώτες άρμοζε το βόλεϊ.

Στην αυλή του σχολείου, σε συγκεκριμένο χώρο, αντί για δίκτυ τέντωναν σπάγκο ή σχοινί.

Ή ένωναν τις λουρίδες των παντελονιών…

(Είναι να γελάσεις!!!).

… Και ξεκινούσε δυνατά ο αγώνας. Φωνές, χαρές, σφυρίγματα από παίκτες και φιλάθλους. Στο «Μικρό Παρίσι» γινόταν χαμός. Το βόλεϊ εκεί είχε ψυχή.

Ο Θωμάς Γκίνης ήταν ένας από τους βασικούς διοργανωτές. Τον θαύμαζες από μικρό, έδειχνε από το Δημοτικό, με την ευκινησία του, το μπόι του, τα τεράστια χέρια του, την όσφρηση του αθλητή … ότι θα προχωρούσε, θα είχε μέλλον…

Στο 7τάξιο της Δερβιτσάνης - σταθμός της ανάδειξής του - ανάμεσα στον Ηλία Σέλλιο, το Γιώργο Σταμούλη, τον Κυριάκο Κώτσια και άλλους υπέροχους αθλητές, ο Θωμάς ξεχώριζε. 

Ήταν ο καλύτερος.

Στο πλούσιο αθλητικό βιογραφικό του Θωμά, που κέντησε ο εξαίρετος συνάδελφός μου, Xhorxhi Vasili, διακρίνω πορεία πρωταθλητή:

«Ξεκίνησε το άθλημα στη «Λιουφτετάρι». Μετά δέκα ολόκληρα χρόνια συνεχίζει να παίζει με τη φανέλα της «Μπουτρίντι». Δύο χρόνια εντάχτηκε στην ομάδα της «Παρτιζάνι».

Όπου κι αν έπαιξε - όσοι τον έζησαν δηλώνουν ανεπιφύλακτα και μ' ενθουσιασμό ότι ο Θωμάς ΓΚΙΝΗΣ ήταν η μισή ομάδα. Κι ότι έπαιζε για τον κόσμο.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της πετυχημένης καριέρας του, χιλιάδες φίλαθλοι σε αγώνες και στην προπόνηση ακόμα, παρακολούθησαν από τις κερκίδες έναν εξαιρετικό, αξιοσέβαστο κορυφαίο, μάχιμο βολεϊμπολίστα.

Χειροκρότησαν παρατεταμένα και με όλη τους την ψυχή τα δυνατά καρφώματά του, τα μπλοκαρίσματά του πάνω στο δίκτυ, τα σηκώματά του, τα πηδήματα, την ευελιξία του και την ομαδικότητα στο παιχνίδι.

Με τη διαρκή βελτίωση του επιπέδου του, μέσω της επίμονης εντατικής προπόνησής του, κατόρθωσε να φορέσει τη φανέλα της εθνικής ομάδας βόλεϊ της Αλβανίας.

Παίζοντας με παίκτες - τέρατα εκείνης της εποχής - κατάφερε να σταθεί αναμφισβήτητα σε κορυφή, να διακριθεί.

Βγήκε και στο εξωτερικό, έπαιξε σε τουρνουά, που διοργανώθηκε στη Ρουμανία.

Είναι απόφοιτος της Ανώτατης Αθλητικής Σχολής «Vojo Kusi» των Τιράνων κι άσκησε σε διάφορα σχολεία των Αγίων Σαράντα το επάγγελμα του δάσκαλου Φυσικής Αγωγής.

Την όλη πορεία του συχνά την εμπόδιζε η φυλάκιση, για λογαριασμό άλλων, του πατέρα του.

Το αγκάθι που είχε στη βιογραφία του.

Ο κόσμος τον αγάπησε και τον αγαπάει ακόμα. Το κράτος και το κόμμα τον αδίκησαν. Άφησαν αρκετά χρόνια τον πρωταθλητή χωρίς σκεπή, χωρίς σπίτι. Να σέρνεται με την οικογένειά του στα ξενοδοχεία.

Με την κατάρρευση του πρώην συστήματος, πήρε τα έρημα κι αυτός. Σε επιχείρηση «σκούπα», έπεσε στα δίκτυα της Ελληνικής Αστυνομίας.

Διέκριναν ένα στρέμμα πλάτες, ανάστημα κυπαρισσιού, δυναμισμό αθλητή… τον έβγαλαν στην άκρη, του απεύθυναν διάφορα πονηρά ερωτήματα να μάθουν ποιος είναι…

Τους αφηγήθηκε ο Θωμάς σεμνά την ιστορία ενός Έλληνα.

- Τότε τι ζητάς εσύ εδώ με τους αλλοδαπούς - του λένε. - Φύγε!

Κι έφυγε…

Τώρα εβδομηντάρης πλέον, ο Θωμάς ΓΚΙΝΗΣ, ζει αξιοπρεπώς και περιτριγυρισμένος από το φίλαθλο κοινό σε δύο πατρίδες.

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
24/07/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.