Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΝ ΦΟΡΟΥΣΑ ΚΑΠΕΛΟ…

(Όλα τα κείμενά μου είναι ζωντανά περιστατικά. Αλλά τούτο, που λέει, πώς βρήκα τον ΔΗΜΟΣΙΟ ΥΠΑΛΛΗΛΟ, είναι ζωντανότερο από τ’ άλλα)

Μπροστά στον γκισέ του Ειδικού Ληξιαρχείου Αθηνών ήμασταν δύο άτομα. Με είχε καλέσει κι εμένα ο υπάλληλος. Με το κουμπί του, που πάτησε κάποια στιγμή. Κι είχα στο τύμπανό μου όλο το διάλογο.

Φασαρία μεγάλη.

Επέμενε ο άνθρωπος - πίσω από το τζάμι: «Για να μην βρεις το μπελά σου, σε επόμενη, μεθεπόμενη υπηρεσία, αποκόμισε κι αυτά τα έγγραφα: 1,2,3,.. Και φέρτα εδώ μετά, σε μένα. Για να ξεμπερδεύεις, μια και καλά, με το ζήτημά σου.

Άκουγα τις συμβουλές, την προσεκτική κατατόπιση και ο νους φτερούγισε. Πήγε και κάθισε στην δική μου αντίστοιχη υπόθεση. Στο δικό μου Γολγοθά. Στο Δήμο Αθηναίων, με το υπαλληλικό μπάχαλο του Καμίνη. Στην Υπατείας, με το φοβερό παζάρεμα της ιθαγένειας.

Από τ’ ανοιχτά παράθυρα - διάπλατα - στους νόμους της Κυβέρνησης.

Άδειο το κούτελο του διπλανού μου. Δυστυχώς. Για να του το γεμίσει ο τυπικός υπάλληλος, έπρεπε να αδειάσει το δικό του…

Και πάλι δεν θα γέμιζε…

Αν είχα βγάλει κάποτε το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν πάει καλά και αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει, όπως κι έγινε, ήταν από τα γκισέ του Δημοσίου.

Έδειχνε η κρατική μηχανή ότι δεν έτρεχε ομαλά.
Κι ότι ήθελαν λάδωμα τα ρουλεμάν. Για να έπαιρνε ταχύτητα.

Για τέτοιο λάδωμα δεν σκέφτηκε κανείς.

Σκέφτηκε αποκλειστικά μόνο για λάδωμα εντέρου.

…Κι ήμουν πολύ καιρό στο ψάξιμο. Με το κερί στο χέρι. Σαν ο Διογένης, που έψαχνε, μέσα στο πυκνό σκοτάδι, τον ΑΝΘΡΩΠΟ.

Εγώ…έψαχνα… τον ΚΡΑΤΙΚΟ ΥΠΑΛΛΗΛΟ.

…Και δεν τον έβρισκα πουθενά.

Κι αισθανόμουν άσχημα.

Να όμως που βρήκα, τυχερό μου - χωρίς κερί και μέρα μεσημέρι - τον άψογο υπάλληλο. Κι ήθελα να του το πω. Να τον συγχαρώ.

Για να νιώσει όμορφα.

Ο καλός λόγος σε αναπτερώνει. Σε χαροποιεί. Σου ευφραίνει την ψυχή. Τον έχεις ανάγκη.

Κι αποδίδεις καλύτερα.

Το άδειο κεφάλι, άδειο έφυγε… Στη συνέχεια της πορείας, επόμενο είναι, θα υπέφερε…

…Κι ήμουν πια στημένος, με τη σειρά μου, απέναντι από τον καλοσυνάτο υπάλληλο. Που με την μεγάλη υπομονή του, το ήρεμο ύφος του και τον άπταιστο τρόπο επικοινωνίας, με κατάκτησε.

Μ’ έκανε, πραγματικά, να τον αγαπήσω τρελά.

- Εσείς…; - μου απευθύνεται…
-Δεν μπορώ να μην σας το πω. Αν φορούσα καπέλο, θα το έβγαζα. Εδώ, μπροστά στο γκισέ σας. Προτού την εξυπηρέτηση, σε παρακαλώ πολύ, γράψτε μου σ’ ένα φύλλο χαρτί, με μεγάλα γράμματα, τ’ όνομά σας!

Πρώτα έκανε ένα μορφασμό…δηλαδή…, «…σε ποια δουλειά θα σου μπει το δικό μου όνομα…». Μετά άπλωσε αυθόρμητα το χέρι, πήρε χαρτί κι έγραψε με στυλό πάνω του σεμνά:

Κοντοχρήστος Χαράλαμπος.

Τράβηξε κάτω μια γραμμή, από συνήθεια, και μου το έδωσε.

Τελειώνοντας δουλειά, έβαλα σε ντοσιέ, προσεκτικά - με τα διάφορα άλλα έγγραφα - και το χαρτί με το καλλίγραμμο ονοματεπώνυμο, ευχαρίστησα θερμά τον Χαράλαμπο κι απομακρύνθηκα.

Το διατηρώ - μαζί και με άλλα σπάνια αντικείμενα αξίας - στο αρχείο μου.

Επειδή κουβαλάει την πραγματική υπέροχη ιστορία, που σας αφηγήθηκα.

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

25/04/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.