Η μάνα μου ώσπου να εμφανιστώ, να χτυπήσω την πόρτα, δεν
είχε κλείσει μάτι.
Με περίμενε ανήσυχη …
-Σε χάσαμε; - λέει στον κουμπάρο μας…
Παρόλο που μόνο λίγες μέρες είχαν κυλήσει χωρίς να τον δει.
- Ήμουν στη Γερμανία με δουλειά - αυτός.
- Είδες τη Μέρκελ; - η μάνα μου.
(Κράτησε με δυσκολία τα γέλια του ο Ilir).
-Μάλιστα… τη συνάντησα κιόλας… με ρώτησε και για σένα.
Ήξερε ότι οι Γερμανοί στον πόλεμο πήγαν στο σπίτι σου να πιάσουν μια παρτιζάνα... Σε
λίγο να σκοτώσουν τη γιαγιά σου, που σε έκρυψε - αυτός
Γέλασε η γρια μάνα μου, που αρέσει «κακά το καλαμπούρι».
Έβαλε, την ίδια στιγμή, το μυαλό της σε δουλειά.
Θυμήθηκε:
-Όταν βομβάρδιζαν οι Γερμανοί το χωριό μας, με την κάκω -
Τάνο του Τζίνα, περάσαμε τρέχοντας το στενό του παππά - Μαϊτσου και πήγαμε να
κρυφτούμε στα κατώγια του Κονόμου…».
Περάσαμε νίλες στις μέρες μας... αλλά εσείς δεν μας πιστεύεται. Όπως δεν σας πιστεύουν
τώρα κι εσάς τα παιδιά σας…
Υστερόγραφο:
Ήθελα να συνοδέψω το κείμενο με φωτογραφία απ’ το στενό σοκάκι για το οποίο
κάνει λόγο η μάνα μου. Με βοήθησε να πραγματοποιήσω την ιδέα αυτή ο Αναστάσης
Μπαρούτας. Ο ένας από τα καταπληκτικά δίδυμα, που έχω την τιμή να φιλοξενήσω
στο επόμενο βιβλίο μου…
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
01/07/2016
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου