Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΕΙΔΕΣ ΤΙ ΜΕΡΚΕΛ;!»

Μετά απ’ τον ψεσινό καφέ, ο Ilir με πήγε με τ’ αυτοκίνητό του σπίτι μου.

Η μάνα μου ώσπου να εμφανιστώ, να χτυπήσω την πόρτα, δεν είχε κλείσει μάτι.

Με περίμενε ανήσυχη …

-Σε χάσαμε; - λέει στον κουμπάρο μας…

Παρόλο που μόνο λίγες μέρες είχαν κυλήσει χωρίς να τον δει.

- Ήμουν στη Γερμανία με δουλειά - αυτός.

- Είδες τη Μέρκελ; - η μάνα μου.

(Κράτησε με δυσκολία τα γέλια του ο Ilir).

-Μάλιστα… τη συνάντησα κιόλας… με ρώτησε και για σένα. Ήξερε ότι οι Γερμανοί στον πόλεμο πήγαν στο σπίτι σου να πιάσουν μια παρτιζάνα... Σε λίγο να σκοτώσουν τη γιαγιά σου, που σε έκρυψε - αυτός 

Γέλασε η γρια μάνα μου, που αρέσει «κακά το καλαμπούρι». 

Έβαλε, την ίδια στιγμή, το μυαλό της σε δουλειά.

Θυμήθηκε:

-Όταν βομβάρδιζαν οι Γερμανοί το χωριό μας, με την κάκω - Τάνο του Τζίνα, περάσαμε τρέχοντας το στενό του παππά - Μαϊτσου και πήγαμε να κρυφτούμε στα κατώγια του Κονόμου…».
Περάσαμε νίλες στις μέρες μας...  αλλά εσείς δεν μας πιστεύεται. Όπως δεν σας πιστεύουν τώρα κι εσάς τα παιδιά σας…

Υστερόγραφο: Ήθελα να συνοδέψω το κείμενο με φωτογραφία απ’ το στενό σοκάκι για το οποίο κάνει λόγο η μάνα μου. Με βοήθησε να πραγματοποιήσω την ιδέα αυτή ο Αναστάσης Μπαρούτας. Ο ένας από τα καταπληκτικά δίδυμα, που έχω την τιμή να φιλοξενήσω στο επόμενο βιβλίο μου…
   
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
01/07/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017