Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΟ ΠΑΛΙΟΣΕΝΤΟΥΚΟ

Ένα σεντούκι, που πήρε δρόμο μακρύ, διέσχισε θάλασσες και ωκεανούς κι έφτασε πριν από έναν περίπου αιώνα στο σπίτι μου... 

κι ας πάλιωσε πολύ, δεν πετιέται εύκολα.

Κουβάλησε σ’ αυτό ο παππούς μου σε δύσκολους καιρούς από την Αμερική, από την  Αυστραλία, από την Πόλη, δύο προίκες.

Της μάνας μου και της αδελφής της, που έφυγε νωρίς απ' τη ζωή: 

Κουβέρτες, παπλώματα, σεντόνια, κατιφέ για γελέκια, υποδήματα…

Αρκετά χρόνια οι μάνα που πάνω σ' αυτό έβαζε το γιούκι της. 

Έβγαλα σήμερα το σεντούκι έξω στη βεράντα του σπιτιού μου και σκέφτομαι βαθιά πώς να του περάσω χρώμα και βερνίκι.

Πώς να του κάνω προσεκτική συντήρηση.

Μετά να το βάλω σε σημείο του σπιτιού που μπορεί να «μιλάει» σε μας τους οικίους, αλλά και σε κάθε επισκέπτη.

Πάνω του βλέπω την κούραση, το μόχθο του μετανάστη παππού μου.

Και σκέφτομαι τη δική μου σημερινή μετανάστευση.

Τις βαλίτσες που κουβαλάω μια ζωή πέρα - δώθε σαν χαμάλης...

Κοιτώ κατάματα την ιστορία που επαναλαμβάνεται.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

18/06/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017