Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΜΕ ΞΥΔΙ ΤΡΙΜΜΕΝΟ …

Στο Ζερβάτι της Άνω Δρόπολης πριν το '90 συνέβηκε το γεγονός.

Σ’ ένα καπνοχώραφο, στα ριζά του χωριού.

Πήγε να ελέγξει την ταξιαρχία γεωπόνος από το Τμήμα Γεωργίας της Εκτελεστική Επιτροπή της επαρχίας.

Παρακολούθησε από κοντά το σκάλισμα των καπνών.

Κάθισε πάνω στο κεφάλι μιας συνεταιρίστριας.

Με καλή θέληση, ωραία συμπεριφορά σπουδασμένου ειδικού στο εξωτερικό, που έτρεφε μέσα του σεβασμό για τον αγρότη, είπε στην Ευανθία:

- … Μπήξε βαθύτερα το σκαλιστήρι στη γη, μάζεψε γύρω από τη ρίζα περισσότερο χώμα. Έτσι βοηθάς καλύτερα το φυτό…!!!

Σηκώνει τη λυγερή μέση της η συνεταιρίστρια, ρίχνει αθώο βλέμμα στο γεωπόνο και του απαντάει…

- Αυτή η δουλειά δεν γίνεται τρώγοντας για μεσημέρι ξύδι τριμμένο - με νερό και ζάχαρη.

Πάγωσε ο άνθρωπος, δεν ήξερε τι να πει.

Έκανε μόνο, με τον έξω κόσμο που σπούδασε, μέσα του τη σύγκριση…

Την αντιπαράθεση...

Και την έκλεισε τότε μέσα του.

Για να μην έκανε ζημιά, δεν την είπε πουθενά.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
21/05/2016
   

 





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017