Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΤΩΡΑ ΚΛΑΙΓΟΜΑΣΤΕ ΑΔΑΡΤΟΙ…!»

Στο "Μεσοχώρι", σε σημείο που ξεκινάει η δύσκολη ανηφόρα, είναι δύο σπίτια. 

Κοντά το ένα με τ' άλλο.

Τα χωρίζει μόνο ένα στενό σοκάκι.

Το πάνω σπίτι είναι του Θειάκου, το κάτω του Τσαλή (Ντραγκούτα).

Κάποτε…  ήταν  βολεμένη η πάνω οικογένεια, αφού είχε τον πατέρα στην ξενιτιά.

Πάμπτωχη ήταν η κάτω.

Με το αλέτρι, ο καημένος, ο Κώτση Πάνος, που τον έβλεπες μεσ’ στο χειμώνα να βγάζει  κουτσιούπια απ’ το ξεχειλισμένο ποτάμι,  δεν μπορούσε να μαζέψει σε σουφρά την οικογένεια.

Ο μοναχογιός του Θειάκου, ο Κώτσιος, ήταν ανόρεχτος.

Η μάνα του, για να τον έβαζε στο τραπέζι, το μεσημέρι καλούσε συχνά  και το Σιώμο…,

το μεγαλύτερο γιο του Τσαλή.

Για να έτρωγαν παρέα.

Για ξεσυνέρια.

Η Μαγδαληνή, μία απ’ όλες τις μέρες, βάζει τη ντροπή σέμερια, πιάνει την Ευθαλία, τη γειτόνισσά της και της λέει:

«Το και το...χαίρομαι που μου μαζεύεις το Σιώμο - του δίνεις να φάει - αλλά λυπάμαι τα αδελφάκια του.

Τα άλλα μου παιδιά…
   
Πάρε καμιά φορά και το Μίχο, το Λάκη, τον Ηρακλή,
απάλλαξέ τα, πίστεψέ με, με κόβουν στη μέση…

γιατί κι αυτά είναι νηστικά…».

…Πόσο δύσκολοι καιροί ήταν εκείνοι!

Τώρα κλαιγόμαστε άδαρτοι…

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

03/04/2016    

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017