Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΗΣ ΚΑΚΩ - ΜΑΡΘΑΣ…!

Την πρόλαβα στα βαθιά γηρατειά της, στα τελευταία της , την κάκω - Μάρθα , τη γυναίκα του αείμνηστου Νίκου Μπάκου.

Την κατατρεγμένη... 

Ζούσε μόνη της,  ο Νίκος τότε θα ήταν στα κάτεργα της φυλακής ή ίσως να είχε πεθάνει - αβοήθητος - μέσα στο κελί.  

Κατοικούσε σε ένα μεγάλο σπίτι, κτισμένο  με μεράκι από κολιονιάρηδες λιθοπελεκητές…

Γιατί τη φώναζαν «Μπράω»; δεν το ξέρω ακόμα, ούτε και το έψαξα ποτέ.

Μία εκδοχή λέει ότι επειδή ήταν κάπως στραβολαίμα…  

Αυτό το παρατσούκλι, την ακολούθησε όμως όλη της τη ζωή.

Θυμάμαι  όταν έβγαινε και καθόταν στην εξώπορτα, πάντα κρατούσε το κεφάλι της διπλά - τριπλά δεμένο με πετσέτα.

Από τη μοίρα της, το χάλι της, που το ‘ξερε αυτή. 

Σβάρνιζε σντράνια - παλιοπάπουτσα - όταν περπατούσε στο σοκάκι, καθώς πήγαινε στο μαγαζί για ψώνια,  στη βρύση με το γκιούμι για νερό, είτε στου Νίκου (Κύρου), στους δικούς της, για επίσκεψη.

Όταν μιλούσε έβγαζε μια βραχνή, μπάσα περίεργη φωνή.

 Ο Φώτος - ο μοναχογιός της, φευγάτος στην Αμερική, της έστελνε λεφτά, αλλά της έδινε και λίγη χαρά από μακριά μέσω επιστολών. 

Της έγραφε σ’ ένα γράμμα: «Ο Νίκος είναι απείθαρχος, κάνει ζημιές. Χθες έσπασε το ποτήρι!».

Σε άλλο γράμμα της έγραφε άλλα πράγματα. Π.χ. «Η Μάρθα σήμερα φορέθηκε τσολιάς και πήγε όλο χαρά στη γιορτή της Ελλάδας!».

Η γιαγιά - Μάρθα διάβαζε τα γράμματα  και  χαιρόταν σαν μικρό παιδί για τα εγγόνια της, αλλά συνάμα την έζωνε και το παράπονο κι έκλαιγε μ’ ελιγμούς…

Η κάκω - Μάρθα ώσπου έφυγε από τη ζωή, στον ύπνο της έβλεπε ένα όνειρο:

Να κινείται ξανά στο ντερβένι η κοριέρα.

Να μεταφέρει κόσμο μας στα Γιάννενα και να τον φέρνει πίσω στα χωριά μας, φορτωμένο με χίλια δυο καλούδια.

Έλεγε στην Αμαλία του Ράιδου, στην καλή γειτόνισσά της απέναντι, που της είχε εμπιστοσύνη:

«Θα βγει ένα τηλέφωνο που να μιλάω και να βλέπω το Φώτο μου στα ξένα…!».

Κι όλο χαιρόταν η δόλια, η κακόμοιρη...!

Αλλά για να τον ανταμώσει, δεν είχε ούτε την παρά μικρή ελπίδα…!!!

Ονειρεύονταν κι έλεγε όσα συνέβηκαν… !!!

(Στη φωτογραφία η κάκω - Μάρθα με νυφική στολή, ο Νίκος ο άνδρας της και στη μέση, πάνω στην καρέκλα, ο μοναχογιός τους, ο Φώτος.).

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
19/04/2016



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.