Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΕΒΑΛΕ Σ' ΟΛΟΥΣ ΓΥΑΛΙΑ…!»


(Ευχές και ευχαριστίες στο νέο πρόεδρο του χωριού…!)

Πήρε το πλαστικό δοχείο η γριά μάνα μου σήμερα από το πρωί και σιγά - σιγά, ακουμπώντας στο μπαστούνι, πήγε να το γεμίσει με νερό στη βρύση.

Δεν ήταν το νερό η αιτία, που την οδήγησε εκεί!

Αλλά ένα άλλο θέμα.

Αυτό που ακολουθεί:

Άκουσε ότι ξεβρόμισε ο τόπος γύρω από την κεντρική βρύση του χωριού κι ήθελε με τα ίδια τα μάτια της να δει την αλλαγή.

Αφού χάρηκε, καθώς πήγε επιτόπου, την καθαριότητα, την τάξη: 

Ήταν εκτοπισμένοι οι κάδοι απορριμμάτων. Όλα τα μπάζα, που την έπνιγαν απ’ όλες τις μεριές, πεταμένα. Τα νερά που χυνόταν στο δρόμο, να πηγαίνουν σε βόθρο. Φυτεύτηκαν δέντρα, για καλαισθησία, σε μπροστινό κενό χώρο …

Στο σοκάκι, στην επιστροφή για το σπίτι, μπράβο - έλεγε σε όποιον έβρισκε μπροστά της.

Γέμισε τον τόπο μ’ ευχές κι ευχαριστίες…

Αλλά… με τον τρόπο της… έκανε και κριτική

Είπε: 

«Με αυτά που έκανε το παιδί

(κι εννοεί το Φίλιππα Μπόμπολη),

έβαλε  σ’ όλους τους «μεγάλους» γυαλιά, αλλά και παρωπίδες...

Που είχαν αφήσει το χώρο αυτό, πολλά χρόνια στη σειρά, μέσα στη νίλα, στη βρωμιά, στη ντροπή...

Στο αίσχος…!».


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

31/03/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017