Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΝΑ ΦΥΓΕΙ Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ!».

Ο Χρηστάκης Τζούμπης, ο πετυχημένος οφθαλμίατρος, που στη ζωή του εχθρό έχει την ηλικία, άλλον κανέναν, διακρίνεται για ευχέρεια λόγου.

Αφηγείται διάφορα περιστατικά.

Περιγράφει γοητευτικά το «έτοιμο υλικό», αλλά κι αυτοσχεδιάζει όμορφα.

Στον «Οντά» κάπου στο Σταυροπάζαρο της πέτρινης πόλης, όπου καθίσαμε να πιούμε ένα ποτήρι, αυθόρμητα ο νους του πάει 25 χρόνια πριν…

Με την ιστορία εμένα που ξεσκόνισε τη μνήμη, ενώ στον Αντών Λιούλια την έλεγε για πρώτη φορά:

«Με δύο στενούς φίλους - το Γκέντσι Σιέχου και το Σωκράτη Παπαδόπουλο - πάμε στο σπίτι του Γιώργου στο χωριό.

(Το δικό μου δηλαδή).  

Να τον ευχηθούμε για την ονομαστική του γιορτή.

Στην πέτρινη αυλή - κάτω από την περγουλιά - μέρα μεσημέρι στρώθηκε το τραπέζι.

Ο Δημήτρης, ο πατέρας του εορτάζοντα - ντόμπρος στο χαρακτήρα - μόλις μας είδε, χάρηκε πολύ.

Το ίδιο και η πανέξυπνη κι όμορφη μάνα του, η Βιτορία - με δέρμα προσώπου σε απόχρωση ψημένου σταχυού.

Δεν έκρυβε εύκολα την απέραντη αγάπη για το γιο της…

Αλλά εκείνη την ημέρα δεν τον άφησε με τίποτε να πάρει αυτόνομα πρωτοβουλίες.   

Η Λιάντα - κουβαλούσε - κουβαλούσε ακατάπαυτα...

Βασικός μεζές στο γεμάτο τραπέζι ήταν τα γευστικά κιεφτεδάκια, που μοσχοβολούσαν σ’ όλη τη γειτονιά.

Όσο ερχόταν η πιατέλα…, άδειαζε μεμιάς.

Αφού είχαμε πιει και φάει του σκασμού, απευθύνθηκα στο Γιώργο (δείχνει εμένα):

Ο ντόμπρος μπαμπάς σου ας καθίσει εδώ.

Η μαμά σου, που καταλαβαίνει πολλά - χαλάει δουλειά, κοίτα τι μπορείς να κάνεις για ν' απομακρυνθεί…

Γιατί μας μετράει τα κιεφτεδάκια, που καταβροχθίζουμε λαίμαργα…»

Αντήχησε ο «Οντάς» στο Σταυροπάζαρο απ’ τα χωρατά.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
06/01/2016


  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.