(Περιγράφει ο Φώτος, ο
γιος του Σιώρη - μυλωνά τον πατέρα του. Φέρνει έξυπνα κοντά μου την εικόνα του:
-Στο μπόι τον έμοιασε ο Κίτος, στο πρόσωπο ο Πύλιος, ενώ στη λογική κανένας…).
Μολογούν ότι ο παππο - Σιώρης Γκούτζος ήταν καλός άνθρωπος.
Πρωτοπόρος ανάμεσα σε σαράντα Δερβιτσώτες, που συμμετείχαν
ενεργά το ‘13 στο κίνημα γι’ Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου.
Το ‘15 έφτασε στην Αμερική, δούλεψε μερικά χρόνια σκληρά και
κονόμησε αρκετά λεφτά …
Σε τρία ταξίδια έσπειρε τρία παιδιά.
Γύρισε πίσω το ‘38 στο χωριό μόνο γι’ αυτά. Για να τα ταχτοποιήσει...
Δούλευε σαν ισμεκιάρης, στον κατασκευασμένο επί
τουρκοκρατίας νερόμυλο της Ντοφτής κι αγορασμένο από τον Υσνί Χότζα, ο πατέρας
του.
Αργότερα το μύλο τον πήρε ο Σιώρης με 350 χρυσές λύρες.
Και το νερόμυλο στο Μιντζόρι επίσης με 250 χρυσές λύρες…Τους έκανε
δύο.
Πάνω στον πόλεμο το δεύτερο νερόμυλο του τον έκαψαν.
Γυρίζοντας απ' την ξενιτιά το χωριό τον τίμησε, τον έκλεξε μουχτάρη.
Μόνος του έφτιαχνε τις μυλόπετρες, τις έριχνε στον νερόμυλο,
τις σκάλιζε…συντηρούσε τη φτερωτή, πρόσεχε την κάναλη…
Τον ενάμισι ή δύο καλοκαιρινούς μήνες, που ο νερόμυλος δεν
είχε δουλειά, γιατί ξέμενε από νερό, ο μυλωνάς με φτυάρι και μπέλι καθάριζε τ’
αυλάκι, που έφτανε ως το Γιοφύρι της Κυράς.
Διέμενε σε ξεχωριστό χώρο και η οικογένειάλλη του εκεί. Με τη
γάστρα, το τζάκι, τις κατσαρόλες, την αγελάδα, τη γάτα, τα πουλερικά.
Όταν αρρώστησε βαριά κι αργότερα απεβίωσε ο Σιώρης - μυλωνάς,
τον ανέλαβε ο γιατρός ο Μάσσιος να τον
γιατρέψει στο Τεπελένι, ενώ ο Φώτος με τη μάνα του εκείνη την περίοδο έβαζαν μπρος μόνοι
τους το μύλο.
Όταν κουβαλούσε το ξάι σπίτι ο 14χρονος γιος, για να έκαναν
λιπανή και τσούχτρο, ο Σιώρης έκλαιγε.
Του πείραξε ο Σιάνος την πληγή το ‘49, καθώς τον είδε
ακουμπισμένο σε ντουβάρι και καταστεναχωρημένο, που του ‘παιρνε το κράτος τ’
αγορασμένο μοτέρ πετρελαίου στην Ιταλία για το μύλο του χωριού.
- Σιώρη ! - του λέει, στα πήραν όλα.
- Καιροί…παιδί μου, καιροί! Τι να πεις!
Χωρίς να ξέρει το γιατί, έκανε και λίγους μήνες φυλακή.
Μπήκε και βγήκε απ’ το κελί χωρίς δικαστική απόφαση.
Δύο φορές, φορεμένος επίτηδες πολύ φτωχά, αν τον έβλεπες θα
σου λυπόταν η ψυχή, έφτασε έτσι μέχρι τα Τίρανα.
Καθώς προχωρούσε η σάτα για την πρωτεύουσα, όπου έβλεπε
κατοικημένα μέρη, όπως, π.χ. το Τεπελένι, ρωτούσε «αθώα»:
- Μήπως φτάσαμε…; Εδώ είναι τα Τίρανα;
Σ' όλο το δρόμο το 'κανε αυτό δύο - τρεις φορές...
Οι συνοδοιπόροι γελούσαν…
Έκαμε να βγάλει τα σαντάλια με λουριά έξω από την Κεντρική
Επιτροπή, για να μην λέρωνε τα κιλίμια του Ενβέρη, αλλά δεν τον άφησε ο
συνοδός.
Παρουσίασε στους γραμματείς μια τζαντίλα γεμάτη με χαρτιά.
Του ‘δωσαν αυτοί εκεί μόνο μια μικρή πούσουλα …
- Μπα… πού να πάω μ’
αυτό το μικρό χαρτί για να μου λυθεί ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα!
Κι όμως… ενώ αυτός βρισκόταν ακόμα μεσοδρομίς τα προβλήματα στο
χωριό ξεκίνησαν να λύνονται ένα - ένα.
Το σπίτι έγινε ξανά δικό του και του μειώθηκε αισθητά η
φορολογία…
Τον κυνηγούσε συνέχεια το κράτος.
Ένα τροπάρι, μετά από βαρύ ντεμασκάρισμα
στο χωριό, τον κήρυξαν κουλιάκο.
Του πήραν την τέσσερα του Μετώπου, του αφαίρεσαν για μερικά
χρόνια στη σειρά και το εκλογικό δικαίωμα.
Ήταν φλογερός πατριώτης.
Ομολογεί ο Φώτος:
«Έτυχα σε τραπέζι που τρωγόπιναν με το καντήλι ο Γιώργος
Σύρμος, ο Λάμπης Ρόγκος, ο Φιλλίπης Μπόμπολης και ο πατέρας μου.
Όλη τη νύχτα κρυφομιλούσαν για την Ελλάδα.
Κοιτούσαν το χτένι του κόκορα… έλπιζαν, χαίρονταν…
Θα ‘ρθει η Ελλάδα τον Αύγουστο, το Πάσχα του Χρηστού, το
Πάσχα το Μέγα...
Τόσο μεράκι είχανε…τόσο μεράκι και οι τέσσερις!!!».
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
13/01/2016
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου