Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΦΙΧΤΑ ΔΕΜΕΝΟΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ

Όταν φεύγαμε όλοι από το σπίτι, κλειδώναμε την εξώπορτα του αυλόγυρου και «κρύβαμε» το κλειδί στον οβορό.

Δεν σε ένοιαζε αν σ’ έβλεπε, καθώς ανέβαινες στο σουφά να το κρύψεις, γείτονας ή περαστικός…

Κανείς δεν άγγιξε το παραμικρό…

Ποτέ δεν μας έλειψε κάτι της απ’ το σπίτι.

Οι γείτονες - ο ένας με τον άλλο - επικοινωνούσαν αδελφικά.

Πολλά σπίτια με κοινή σκεπή - που επί το πλείστων ήταν αδελφομοιράσματα - τα συνέδεε εσωτερική πόρτα επικοινωνίας.

Η οποία ανοιγόταν σε ώρα ανάγκης - σε δύσκολη στιγμή.

Ο Παντελής Καρατζάς θυμάται:

«Ο Γιώργος Σταμούλης τότε μαθητής, όταν δυσκολεύονταν να λύσει κάποιο μαθηματικό πρόβλημα ή άσκηση,  απευθυνόταν σε μένα.

Συνομιλούσαμε και του προσέφερα τη βοήθεια μέσω της χώρισης με τσατμά.

Του υπαγόρευα εγώ από τη μια μεριά και έγραφε αυτός από την άλλη...»

Λέει επίσης ο Παντελής:

«Η κακω - Τίκα με τη μάνα μου, έδιναν κι έπαιρναν μέσω της καμάρας στον κοινό τοίχο που χώριζε τις αυλές των γειτονικών μας σπιτιών.

Άφηνε πάνω στο πράκι η μια το λαχανόψωμο και η άλλη τη λιπανή.

Κουβέντιαζαν, έπιναν παρέα το κριθάρι.

Το ίδιο σύμβαινε και από την πλευρά του Σταμούλη.

Έκλαιγα, αντιστεκόμουν μικρός όταν ήθελαν να μου πλύνουν τα πληγωμένα πόδια από την ξυπολυσιά και τα πολλά παιχνίδια.

Ο Γερμανός που έμενε απέναντι σε κατασκήνωση, κάνει με νόημα στην αδελφή μου να με περάσει - μέσω καμάρας - απέναντι.

Μόλις βρέθηκα στα χέρια του Γερμανού, δεν έβγαλα λαλιά.

Μου έπλυνε καλά - καλά τα πόδια αυτός, μετά μου έδωσε φέτα με βούτυρο και ξανά από την καμάρα με πάσαρε στους δικούς μου….»

Ήταν σφιχτά δεμένοι - ο ένας με τον άλλο - οι παλιοί.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

10/01/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017