Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ» ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡ - ΤΙΜΟΘΕΟ

(Επειδή θέλω να λέω πάντα την αλήθεια…)

Πολύ αθώα σήμερα αποφάσισα να εξομολογηθώ…

Αλλά… σας παρακαλώ... μην με παρεξηγείται, μην με αμφισβητείται:

«Ήμουν μικρός, περίπου δέκα ετών, όταν καταργήθηκε η θρησκεία στον τόπο μου.  

Έτσι που δεν πρόλαβε να μπήξει βαθιά μέσα μου τη ρίζα της. 

Το κενό που είχα αισθάνθηκα την ανάγκη να πάω να το εξομολογηθώ στον πάτερ - Τιμόθεο…

Φορτισμένος συναισθηματικά, τον επισκέφτηκα νύχτα στην εκκλησία.

Πήγα να του πω:

«Πάτερ… συγνώμη… αλλά… το πιστεύω μου κάνει κύματα…!»

Μου ‘ριξε μια απότομη ματιά.

Κατάλαβα ότι του χάλασα τη διάθεση…

Τον έβγαλα απ’ το ράσο του…»

Συνέχισα:  

«Τ’ ανεξήγητα φυσικά φαινόμενα τα εντάσσω σ’ άλλη λογική.

Τα ερμηνεύω διαφορετικά…

Κι όμως, χαίρομαι αυτόν που πιστεύει...  

Κι ότι την ύστατη στιγμή, δεν θα υποφέρει.

Θα παραδώσει την ψυχή του μ’ άνεση…».

Μόλις τελείωσα, παίρνει το λόγο ο πάτερ - Τιμόθεος και μου λέει:

«Καιρό τώρα σε παρακολουθώ να μιλάς και να γράφεις παθιασμένα για έναν τόπο που λατρεύεις.

Σε συζητήσεις διαρκώς μου λες: 

Σε Κυριακάτικη λειτουργία πέρνα κατανοητά μηνύματα ενότητας στους πιστούς…

Που είναι διασπασμένοι από ιδεολογίες και κόμματα…

Από συμφέροντα.  

Αυτά κι άλλα πολλά… είναι τα δυνατά πιστεύω σου.

Όμως, πρόσεχε:

- Δεν είναι δικά σου αυτά τα πιστεύω!

Είναι θεϊκά!».

Με τις τελευταίες λέξεις του πάτερ - Τιμόθεου οδηγό... πορεύομαι και θα πορευτώ σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή μου.

Με το Θεό μου ριζωμένο βαθιά μέσα στην ευαίσθητη ψυχή μου.  


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

10/11/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.