Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«…ΣΑΝ Τ’ ΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΑΡΔΑΣΗ...»

Όταν πλάι στο τραπέζι έχουμε κάποιον που καθώς τρώει συνηθίζει να πλατσαρίζει το στόμα, αυτουνού στο χωριό μας του λέμε:

«Τρως σαν τ’ άλογο του Καρδάση».

Στο Μεσοχώρι συνάντησα τη Χαραυγή, που είχε πεθερό το Μήτρο, που γνωρίζει από πρώτο χέρι το γεγονός.

Τη ρώτησα: 

Τι θέλει να πει ο δερβιτσώτης μ’ αυτή την έκφραση;

Μ' εξήγησε υπομονετικά:

- Δεν ήταν άλογο, αλλά άλογα...

... Δύο μαζί, με τ' όνομά του το καθένα.

Τα τάιζε καλά ο πεθερός μου..., για να τραβούσαν μ' ευκολία το φορτωμένο κάρο... 

Όλη μέρα μασούσαν... 

Ακούγονταν το μάσημά τους άγαρπο, από μακριά.

Τραβούσαν σικλέτι τ' άλογα. 

Αντιμετώπιζαν πολύ δουλειά στο χωριό…, συχνά έφταναν ως τα Γιάννενα και γύριζαν πίσω μέσα στην ημέρα.

Συνήθως, ο Μήτρος με το κάρο του, μετέφερε οικοδομικά υλικά, που τα είχε παραγγελία…

- Μα η μάνα μου λέει ότι ίδια δουλειά - με κάρο που το τραβούσαν άλογα - είχε και ο παλιός Μιχάλης Μάνος;

 - Ίσως…, δεν ξέρω…, εγώ είμαι μικρότερη και δεν θυμάμαι άλλο τέτοιου είδους  κάρο…

... Κοίτα πώς ριζώνουν κάποιες λαϊκές εκφράσεις, που έχουν ως βάση κάποιο συγκεκριμένο γεγονός.

Και δεν ξεριζώνονται εύκολα…

Μεταφέρονται από γενιά σε γενιά…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
27/09/2015



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017