Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΛΟΥΦΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ

Σ’ εργασία με μεροκάματο ο Έλληνας δεν γδέρνεται…

Προσπαθεί να φυλάξει το τομάρι  του…

Το πάει σιγά - σιγά…

Χαζεύει, κουτσομπολεύει, ρουφάει ανέμελα το καφεδάκι του, καπνίζει αδιάκοπα…

Με μία και μόνο λέξη, για να καταλάβουμε τι λέμε, αυτό θα πει:

Λουφάρει.

Σ’ εργασία κατ’ αποκοπή, διαφέρουν τα πράγματα.

Ανασκουμπώνει τα μανίκια του, γίνεται κομμάτια για να πάρει τα χρήματα γρήγορα και με το παραπάνω.

Τον όγκο εργασίας μερικών ημερών, είτε μηνών, τον αντιμετωπίζει σε χρόνο ρεκόρ.

Βάσει των συνθηκών και της συμφωνίας, εργάζεται με δύο ταχύτητες.

Στη δουλειά ο Έλληνας δεν είναι τεμπέλης, όπως τον χαρακτηρίζουν ορισμένοι Ευρωπαίοι, αλλά πονηρός.

Την πονηριά την κληρονομεί από παλιά.

Από την αρχαία Ελλάδα.

Δεν μπορεί να ζει πλουσιοπάροχα με δανεικά.

Τίθεται θέμα πειθαρχίας, νοικοκυροσύνης, για να σταθεί ισότιμο μέλος μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια… 

Και να αποφύγει μια για πάντα την απειλή απ' τα εκβιαστικά μνημόνια... 


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
20/07/2015


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017