Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«Ο ΒΟΥΡΚΙΩΤΗΣ ΘΕΛΕΙ ΤΟΝ ΚΑΪΣΗ ΤΟΥ…»

(Σαν ανέκδοτο…)

Προχθές, στους Αγίους Σαράντα, πίνοντας το καφεδάκι δίπλα στη θάλασσα…άκουσα το ωραίο «ανέκδοτο».

Που τ’ αφηγήθηκε τόσο ωραία ο γουστόζικος αφηγητής:

- Τον πάει τον έπαρχο τ’ Αλύκου ο κόσμος. Από τώρα - μήνες μας χωρίζουν από τις τοπικές εκλογές - το διαλαλεί ανοιχτά, φωναχτά:

«Κομμάτια θα γίνουμε αν δε βγάλουμε Δήμαρχο της περιοχής τον Καϊση!».

Ο γνήσιος, αθώος κόσμος εκφράζει έτσι, την μεγάλη αγάπη, την εκτίμηση και το σεβασμό, για τον άνθρωπο που ξέρει να συμπεριφέρεται, να προσφέρει και να αγωνιά…    

- Παρακαλώ να σας πω εγώ το «μυστικό» αυτής της μεγάλης, δυνατής και αδιάρρηκτης σχέσης ανάμεσα Βουρκιώτη και Καϊση - λέει γνωστός του έπαρχου.

Ο οποίος βάζει κάτω επιχειρήματα κι όχι κουβέντες του μύλου:

«Βασικό είναι ένα χειροπιαστό στοιχείο…  Ότι ο Χρήστος είναι καλός. Γεγονός που δεν το αμφισβητεί κανείς…Κυρίως για όσους τον γνωρίζουμε από κοντά κι απ’ την καλή.
΄
Όμως, κοίτα τι σημαίνει ψυχολογία Βουρκιώτη!!!

Εμείς - βάζω μέσα και τον εαυτό μου - το έχουμε πάθει σαν η εταιρία κινητής τηλεφωνίας, που διαφημίζεται με το πετυχημένο σλόγκαν:

«Το κινητό θέλει το Γερμανό του!»

Στο Βούρκο λειτουργεί επιτυχώς τ’ αντίστοιχο σλόγκαν:

«Ο Βουρκιώτης θέλει τον Καϊση του…!»

Το Χρήστο, όμως… Προσοχή…!

Μην το μπερδέψει τίποτε κανείς με τον Θεμιστοκλή…

Και πάει χαμένη η ψήφος…»

Γι’ αυτό και το πάλεψε ο Χρήστος, το Δημαρχείο να ήταν στ’ Αλύκου, στο κέντρο της περιοχής, για να το έχει κοντά...

Κι όχι κάπου αλλού…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
14/01/2015

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.