Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΕΚΡΗΞΗ ΤΗΣ «ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ»

(Της Ελένης Δήμου, Πρόεδρου της ΝΕΒ)

Ήρθε η Ελένη με τετράδιο και μολύβι στο χέρι και κάθισε δίπλα μου. 

Στην πρώτη γραμμή.

Για να είχε κοντά κι απέναντι την Επιτροπή καταμέτρησης ψήφων.

Πάνω στο χαρτί έγραψε τον αριθμό 360. 

Όσοι ήταν οι εκλέκτορες. 

Μ’ ευθεία γραμμή, προς τα κάτω, χώρισε το φύλλο στα δύο.

Τις δυνάμεις, τις χώρισε σε «αντίπαλα στρατόπεδα»

Αντίστοιχα:

Σε αυτό της συντήρησης,  της στήριξης του κατεστημένου από τη μια μεριά. Και στο άλλο, της αλλαγής και την προόδου.

Που στοχεύει να φέρει στον τόπο θετικές εξελίξεις…

Εντωμεταξύ… με ήπιο τόνο, ακούω το Λεωνίδα να λέει: «Όποιο και να είναι τ’ αποτέλεσμα, συνιστώ ηρεμία…!»

Μόλις τελείωσε η μέτρηση και βγήκαν τα κουκιά… πετάχτηκε όρθια από χαρά η Ελένη... 

Και φώναξε με το βλέμμα ριγμένο προς την άλλη πλευρά... Χωρισμένοι, καθισμένοι κατά περίεργο τρόπο στ’ αριστερά της αίθουσας:

-Έτσι, ρεεε…, δίνεται και κερδίζεται η μάχη!!!

Άρπαξε κι έσφιξε  στην αγκαλιά της το Λεωνίδα. Με μάτια γεμάτα από δάκρυα χαράς.

Από την άλλη πλευρά, διέκρινες δάκρυα λύπης και φοβερή κατάπτωση.

Με το δίκιο τους, γιατί μετά από 24 χρόνια, έχασαν πια τη μοιρασιά των λαφύρων του πολέμου…

-Μα..., Ελένη συγκρατήσου…!

-Δε μπορώ…

Στον πρώτο γύρω την συνεπήρε η έκρηξη της αυστηρής κριτικής, στο δεύτερο ο αυθόρμητος ενθουσιασμός της Νίκης.
 
-Τα χρόνια, ως τις επόμενες εκλογές - είπε - θα ήταν πολλά. Ως τότε θα φθειρόταν, θα κατέβαινε κι άλλο πιο κάτω ο τόπος μας…


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
13/01/2015



.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.