Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΕΣ

… Οι νεκροί φεύγουν και «ησυχάζουν». Δεν καταλαβαίνουν τίποτε.

Οι δικοί τους υποφέρουν...

Ο θάνατος είναι για τους ζώντες, που πονάμε τους νεκρούς. 

Τους θυμόμαστε νοσταλγικά περισσότερο σε χαρμόσυνες στιγμές.

Προπάντων σε Άγιες Μέρες.

Δεν παύω να θυμάμαι  τον πολυαγαπημένο πατέρα μου, που ζει έντονα μέσα μου.

Από τις πολλές στιγμές, σήμερα φέρνω στο νου μου μόνο μία:

Όταν εγώ κουβαλούσα στο σπίτι βιβλία, εφημερίδες μολύβια, χαρτιά…, ο καλός μου πατέρας τίναζε έξω από την πόρτα το κοκκινόχωμα του μαντεμιού, που είχαν τα ρούχα του, τα παπούτσια του, οι τσέπες του...

Δεν  χόρταινε δουλειά.

- Αν καθίσεις - αράξεις, δεν μπαίνει τίποτε στο σαράι - έλεγε.

Έπιανε την πέτρα και την ξεζούμιζε. Αναποδογύριζε βουνά. 

Γλεντζές. Κάπως και... του ποτηριού, αλλά χωρίς να ξεπερνάει το μέτρο...

Σε όποιον του 'λεγε: «Μήτρο με τόση δουλειά, που κόβεις, στο μαξιλάρι θα 'χεις αρκετά λεφτά ...».

Απαντούσε ο καημένος: «Ούτε  έχω, ούτε και μου σώνονται…»   

Ένιωσα πατέρας κι ανέλαβα όλες τις ευθύνες, τις έγνοιες και τις υποχρεώσεις, μόνον όταν έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μου.

Πριν από περίπου δέκα χρόνια.

Ψιθυρίζουν τούτες μέρες τα χείλη μου τους στίχους που έγραψα με παράπονο, με πολύ πόνο και τους έβαλα πάνω στον τάφο του:

ΔΕΝ ΧΩΡΑΝ ΤΑ ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ...

Ήσουν στύλος, ήσουν φέρτης,
Στ’ ορφανό, φτωχό σου σπίτι.
Χήρας μάνας δεξί χέρι,
Πιάνεις θέση που της λείπει.

Χαραυγή ‘σουν στα χωράφια,
Πριν του κάμπου ανοίξ’ η πόρτα.
Να προλάβαινες τα στάχυα,
Να ημέρευες τη φτώχεια.

Γύριζες βουνά για πέτρα,
Έτρωγες μ’ οργή τον τόπο.
Δεν χωράν τα δύο μέτρα,
Μια ζωή γεμάτη μόχθο.

Με καλό, σκληρό στελάρι,
Έφτιαχνες πέτρες ν’ αντέχουν.
Να ‘χε ο μύλος άλλη χάρη,
Όταν τη σοδιά ν’ αλέθουν.

Λατρευτά τα δάχτυλά σου,
Με τα θραύσματα, τους κάλλους.
Σταύρωσέ τα, ξεκουράσου,
Πια μην νοιάζεσαι για άλλους!


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

30/12/2014 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το 1958, ο 18χρονος Σπύρος ΚΟΥΜΠΟΥΛΗΣ μπαίνει στη φυλακή. Μόλις είχε τελειώσει τη διετή τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης. Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι, πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση: Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή, που σου στερούσε την ελευθερία. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους. Ο Σπύρος, που θα έμενε στο Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του. Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης, Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες. Ο ένας μετά τον ά...

ΠΡΟΒΟΛΗ

Αν ...  χορός, τραγούδι και στολή βάζαν ψηλά τον πήχη. Θα 'ταν τεράστια η προβολή,  του τόπου στον πλανήτη. Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ  27/09/2017