Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΪΝΤΕ ΒΑΣΙΛΙΚΑ…!

(Σκιτσογράφημα)

Αυτή η φωνή βουίζει ακόμα στ’ αφτιά μου, ακριβώς όπως τότε ...

... Ασφαλώς και δεν ήταν ποιητής ο Πέτρος Νέκος. Μια αλάξευτη πέτρα ήταν. Άμορφη από το ατελείωτο τζοβόρι της Δερβιτσιάνης. Σβόλος από τα καρπερά χώματα της Μπάτιστας, του Νεροσιού...

Ένας απλός, συνηθισμένος άνθρωπος. Περαστικός από ετούτη τη ζωή. Όπως όλοι μας.

…Πάνω στο κάθισμα του κάρου, εκεί που ταξίδευε, συνήθως κουβαλούσε το γάλα από το στάβλο στο τυροκομείο, τρόχιζε το μυαλό του. Το ‘βαζε σε δουλειά. Έγραφε «στίχους».

Όχι σε χαρτί. Σε μια άκρη του νου. Έχοντας υπόψη τα καθέκαστα, τα παράξενα του χωριού του…

Με την ελάχιστη ασυντόνιστη, ασυνάρτητη, ασύντακτη στιχοπλοκή, στη μνήμη του κόσμου έμεινε «ο Πέτρος που έγραφε ποιήματα».

Το κάρο, μετά τη δουλειά, το «πάρκαρε» δίπλα απ’ την πόρτα του σπιτιού του. Με το τιμόνι σηκωμένο ψηλά. Σαν γλούπο κανονιού.

Τα γαλατοδοχεία τ’ άφηνε, πότε πάνω στο κάρο και πότε πλάι του. Ή πίσω από την εξώπορτα, στο προαύλιο του σπιτιού του. Πεντακάθαρα, έτοιμα για την επόμενη μέρα.

…Ενώ τ’ άλογο -  βαπτισμένο από τον ίδιο - Βασιλίκα, το ‘δενε σ’ ένα σιδερένιο γάντζο. Μπηγμένο στον τοίχο της Νίκο Μπάκοβας. Μόνο λίγα μέτρα πιο πέρα.

Εκεί το πότιζε, το τάιζε, το φρόντιζε… Το πρόσεχε σαν τα μάτια του.

Για να «αναβαθμισθεί», ν' ανέβει και να καθίσει «αναπαυτικά» σε ξύλινο κάθισμα κάρου, ο Πέτρος πέρασε από τρύπα βελονιού.

Από βιβλιοπώλης, υπεύθυνος σε Αναγνωστήριο του χωριού. Και δεν ξέρω πού αλλού δούλεψε…;!

(Ήμουν μικρός, δεν πρόλαβα να τον δω να πουλάει βιβλία).

Τον φέρνω στην μνήμη μου, με τις εφημερίδες στα χέρια να φωνάζει στην πλατεία του χωριού: «Zëri i Popullit», «Bashkimi», «Puna», «Zëri i Rinisë», «Λαϊκό Βήμα»…

Και οι συνδρομητές να τον πλησιάζουν ένας - ένας, για να πάρουν το φύλλο τους.

Είχε τα παράξενά του ο καροτσέρης:

… Όταν περνούσε με το κάρο από τα στέκια, που άραζε πλήθος κόσμου, η μανία του, να έκανε επίδειξη:

Χτυπούσε με βέργα, στα οπίσθια τ’ άλογο, τραβούσε τα γκέμια και του φώναζε δυνατά:
«Άιντε Βασιλίκα…!».

Και τ’ άλογο έτρεχε γοργά… Τόσο που άφριζε…

- Νωρίτερα είχε κάρο με δύο άλογα: Με τον "Τσίλη" από τη μια μεριά, που όταν ψόφησε, τον έκλαψε σαν μικρό παιδί και το "Μάργο", από την άλλη, που δάγκωνε. -

Ο Πέτρος Νέκος κοιτούσε, πάνω από το κάρο, τον κόσμο καλοσυνάτα και τον χαιρετούσε καλόκαρδα.

Μ’ ένα τριαντάφυλλο δαγκωμένο στο στόμα και μ’ ένα τραγούδι του, στα χείλη πάντα. Με νωπό σατιρικό περιεχόμενο, για γεγονότα, που τα ‘ξερε όλο το χωριό …

Καυτηρίαζε με στίχο, ό,τι  του φαινόταν παράλογο.

Ενδιάμεσα, με το κάρο, έκανε κι άλλες, πολλές εργασίες.

Κουβαλούσε νερό, ζωοτροφές… Το μεσημέρι, όταν δόθηκε κομματική εντολή -  αντιγραφή κινέζικης πείρας - ο κόσμος στα χωράφια να τρώει φαγητό από το μαγειρείο του συνεταιρισμού, μετέφερε σε μπιντόνια μακαρόνια με λιωμένο κρέας και σε ματαράδες κομμένο γιαούρτι …

Είχε φάση…

…Όταν περπατούσε μέσα στο κοινό, για να σου αποσύρει την προσοχή, έκανε σαν να έπεφτε χάμω - πεδουκλώνοντας τα πόδια του. Κι ο κόσμος, καθώς αντιλαμβανόταν το χιούμορ, το αστείο του, λυνόταν στα γέλια.

…Ήταν της σάτιρας και του ποτού, ο Πέτρος Νέκος. Μα ποτέ, μα ποτέ..., δεν έκανε κακό σε κανέναν  αυτός ο αγαθός άνθρωπος …


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
23/09/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.