Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΚΑΙΡΟ ΤΩΡΑ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ ΤΡΙΚΛΙΖΕΙ…

«Θα κεκράξουν τα «ερείπια» και οι τάφοι των προγόνων σας, αν δεν μιλήσετε εσείς…»
                                                Άγιος Κοσμάς

Την υπέροχη γλυκιά μικρή μου πατρίδα, την εννοώ και την αισθάνομαι σαν ανθρώπινη ύπαρξη.

Με σάρκα και οστά…. Με αίμα να ρέει στις φλέβες της. Τη νοιώθω να ανασαίνει και να συναισθάνεται.

Έχω αρκετό καιρό κοντά της τώρα και της μετράω μία - μία τις πληγές.

Είναι πολλές και βαθιές οι πληγές της. Οι οποίες δεν επουλώνονται εύκολα.

Καιρό τώρα η πατρίδα μου τρικλίζει. Πήρε μπαστούνι κι ακουμπάει πάνω του το γεροντικό κορμί της. Όλη τη ζωή της.

Συνέχεια γερνάει, όλο πονάει και ζητάει βοήθεια η πατρίδα μου.

Όσο την είχαν ανάγκη, τη λάτρευαν, τη βοηθούσαν, την πονούσαν τα παιδιά της. Τώρα νυκτοξημερώνει με το φόβο στα κόκαλα, απ’ την απειλή των ληστών, που συχνά τη σκοτώνουν.

Το κράτος αντί να την προστατέψει, την εκβιάζει κι από πάνω. Της λέει:

«Έφυγαν τα παιδιά σου, πήραν τα έρημα. Σε παράτησαν ολομόναχη. Από μένα, εσύ, τι ζητάς;!»

(Οι πολιτικοί μας και περισσότερο οι βουλευτές, ακούν και σιωπούν)

Την αφήνουν τη μικρή μας πατρίδα χωρίς φως. Μεσ’ στη νύχτα βουτηγμένη σε διπλό σκοτάδι. Της διψούν τα χείλη για νερό, μα κανένας δεν την κλαίει το χάλι 

Γκρινιάζουν στα ξένα τα παιδιά. Δεν τα βρίσκουν ποιος απ’ όλα θα της γίνει πια βασικό προσκεφάλι.

Η μάνα είναι μία. Τα έβαλε κάποτε όλα ένα - ένα κάτω απ’ τ’ ανοιχτά φτερά της. Τα μεγάλωσε, τα φρόντισε με στοργή, ώσπου πέταξαν.

Τα παιδιά της ας είναι πολλά. Τι κρίμα, μα και τι ντροπή..., τώρα δεν μπορεί να της συμπαρασταθεί, να της βγει προστάτης κανένα.

Όλος ο Αύγουστος, γεμάτος από χαρές, από κλαρίνα, από φαγοπότι. Μετατρέπεται, μόνο για λίγο,  η μικρή μας πατρίδα σε τεράστιο χοροστάσι. Ταξιδεύουν, έρχονται για λίγο απ’ έξω οι λαογραφικοί όμιλοι στη γενέθλια γη.

Στις ρίζες της χαμένης παράδοσης. Γιατί η παράδοση, βασικά, έχει τον τόπο στον τόπο της. Στα ξένα τα 'χει όλα χαμένα.

Για να βγάλουν το ντούφι τους - τι άλλο - οι νέοι ξεδιπλώνουν αυτονομιακό μπαϊράκι, τοποθετούν τεράστιο πανό, γράφουν σε μπλουζάκια τον «διακαή»  πόθο τους σε κονκάρδα.

(Γιατί προκαλείς; Απευθύνσου στο νόμο, σε αρμόδιο όργανο… και μίλησε. Ζήτα ότι σου ανήκει κι ότι επιθυμείς! Τα δικαιώματά σου!).

Για να το πληρώνει η δόλια η μάνα σας κρίμα δεν είναι;!. Όταν τη Δευτέρα κιόλας απ’ το πρωί όλοι εσείς σύξυλα μεθυσμένοι ... θα φύγετε;! Για να συνεχίσετε μετά τον «αγώνα» από μακριά. Απ’ το πουθενά.

Θα επιμείνω, χωρίς να βαριέμαι θα χτυπάω αδιάκοπα την καμπάνα, θα φωνάζω δυνατά, σε όλη μου τη ζωή:

- Η μάχη, παλικάρια, δίνεται στο χωράφι, στο χωριό, στην πατρίδα που πονάει. Δεν δίνεται απ’ την άκρη του κόσμου!

Αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί!!!


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
13/09/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.