Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΟΜΗΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ

Τον θεωρώ αδελφικό μου φίλο τον Αχιλλέα.

Όχι τον οργισμένο αρχηγό των Μυρμιδόνων της αρχαιότητας, αλλά τον φιλήσυχο, σύγχρονο κορυφαίο μας γλύπτη, ΑΧΙΛΛΕΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.  

Που με την πετυχημένη σμίλη του, γέμισε τις πλατείες της Ελλάδος μ’ έργα τέχνης.

Που ξεκινούν από το μνημείο των Σαλαμινομάχων και καταλήγουν στο άγαλμα του Αλέκου Παναγούλη.

Πάμε φοβερά ο ένας τον άλλο. Αλλά…αραιά και που συναντιόμαστε. Όταν μας περισσεύει χρόνος…

- Μας έγινε η ζωή πατίνι -.

Κάποια στιγμή, δεν ξέρω τι του την έδωσε - σαφώς που του το επέβαλλε ένα δυνατό εσωτερικό συναίσθημα - να μου υποσχεθεί ένα δώρο -.

Που να μην μπορώ να το ξεχάσω εύκολα με τίποτε, σ’ όλη μου τη ζωή. - Όπως μου το ομολόγησε.

Προχθές, που πίναμε κρασί «πάνω» στη θάλασσα στην Αρτέμισα, στα κύματα που πάφλαζαν «κάτω» απ’ τα πόδια μας και συζητούσαμε για αρχαίους γλύπτες: τον Αλκαμένη, τον Βούπαλο, τον Φειδία, τον Έμιλο…, για μούσες και αρχαία ποίηση…, στην επιστροφή για το σπίτι, βγάζει απ’ τ’ αυτοκίνητο ένα πράγμα «βαρύ», συσκευασμένο προσεκτικά και μου το προσφέρει.

Το αντιλήφθηκα. Ήταν το δώρο. Σίγουρα φιλοτέχνημα.

Δεν κρατιόμουν με τίποτε… Άνοιξα τα χέρια μου και φορτισμένος από συγκίνηση… τον έβαλα μέσα στην μεγάλη μου αγκαλιά…

…Τον έσφιξα δυνατά.

Έγινα όλος συναίσθημα. Τόσο που…φοβήθηκα μην πάθω…

Τον Όμηρο - προτομή σε γύψο, τον αρχαίο ραψωδό ποιητή, που φιλοτεχνήθηκε με μεγάλη υπομονή και μαεστρία σε εργαστήριο στου Φιλοπάππου, τον κρατούσα τώρα στα χέρια μου.

Ήταν δικός μου.

Μέσα στο σπίτι μου, δεν με κρατούσε ο τόπος από χαρά. Τόσο που…, δεν αποφάσιζα εύκολα πού να τον βάλω…

Πού τάχα…;!

Τον ακούμπησα προσωρινά σε φωτισμένο μέρος κοντά σε ανοιχτό παράθυρο. Του κάθισα απέναντι κι είδα τα χείλη του να «σιγοπαίζουν». Οι κενές κουμπότρυπες των ματιών του, να «κοιτάν» χιλιάδες χρόνια μακριά…

Το πρόσωπό του βαθυστόχαστο, σκεπτικό… Το πλατύ μέτωπο οργωμένο βαθιά…

Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι πλέον μπροστά μου. Τα ομηρικά έτη όλα είναι εδώ: Με τον τρωικό πόλεμο και το ταξίδι της επιστροφής του Οδυσσέα στην Πατρίδα του, την Ιθάκη.

Πολύτιμο το δώρο. Και η υποχρέωσή μου, σαφώς, τεράστια. Παρά πολύ μεγάλη.

Όμως, το λέγω ευθέως: Να την ξεχρεώσω, δεν μπορώ.

Δεν ξεχρεώνεται εύκολα, με τίποτε, όσο κι αν το επιθυμεί κανείς.

Ένα τόσο σπουδαίο, υπέροχο, καταπληκτικό δώρο ζωής.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ 
14/06/2014


(Στη φωτογραφία είναι ο Όμηρος - προτομή σε γύψο. Το δώρο, που μου έκανε ο φίλος μου γλύπτης, Αχιλλέας Βασιλείου)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.