Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ

(Δεν μπορώ ν’ αφήσω σημαντικό γεγονός ασχολίαστο, αστήριχτο, γιατί δεν είναι λογικό).

Πληθώρα από επιστολές στάλθηκαν στο Σαμαρά για το επίδομα/σύνταξη του ΟΓΑ από Βορειοηπειρώτες.

Για να φτάσουν στα ψίχουλα, που διεκδικούν, διάφοροι κοντυλοφόροι γράφουν τι κάναμε για την Πατρίδα μας το 12, το 14, το 40…

Κουραστική η διαδρομή. Τόσο που πάνω στο διάβασμα ο αποδέκτης ξεχνά το βασικό ζητούμενο.

Χάνεται στο ίσιο.

Ομοσπονδίες, διάφοροι φορείς - σφραγίδες, προσχήματα κομμάτων, που δεν εκπροσωπούν κανέναν, αφού η πηγή τους είναι οι αδελφότητες  - που δεν λειτουργούν, μόνο καμιά φορά χορεύουν -  κρατούν σκοπίμως, με ψεύτικη ελπίδα, απογοητευμένο πολίτη.

Ατέλειωτες οι κουβέντες σε στέκια, σε πλατείες, σε καφενεία…που καταλήγουν στο πουθενά. Αφού πριν φτάνουν στο σπίτι οι συνομιλητές, ξεχνούν το σκοπό και την απόφαση που πήραν στη μάζωξη.

Ο Χρήστος Λιώλης, με ίδια πληγή στο σώμα του, όπως όλοι οι παρήλικες Βορειοηπειρώτες, μάλιστα πιο βαθιά, δεν ασχολείται με αερολογίες.

Σκέπτεται σοβαρά πώς θα βρει το Σαμαρά, για να του τα ψάλει, όπως αρμόζει σε τσιαουσιώτη, που στις φλέβες του ρέει άλικο προγονικό αίμα.

Δεν ψάχνει στρατιά. Από μόνος του έστησε καρτέρι.

Τι κι αν τον αποκαλέσεις λιοντάρι, λεβέντη, παλικάρι...

Δεν αρκεί.

Μεν είναι ένας από μας. Όμως τον ξεχωρίζει απ’ όλους μας η αυθόρμητη, τολμηρή πράξη, που έκανε.

Τον θήλιασε, τον έπνιξε το δίκιο.

Μα… τους άρχοντές μας, δεν τους πνίγει τίποτε;!

Σε επόμενες εκλογές είναι καλά να τους πνίξουμε. Να τους πετάξουμε στο καλάθι των αχρήστων...

Αφού άχρηστοι είναι.

Ότι δεν έκαναν οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι προεκλογικά, μαζί και με τους υποψήφιους ευρωβουλευτές, το επιχείρησε ο ίδιος.

Ο εγγονός του Θύμιου Λιώλη.

Το θέμα από δω και πέρα είναι πώς λύνεται πρακτικά, το πρόβλημα. Πώς πράττεις συγκεκριμένα. Πώς δρομολογείς λύσεις. Πώς σπρώχνεις παραπέρα την πρωτοβουλία του Χρήστου…

Ασχολείσαι με έργο κι όχι με λόγια, που τα παίρνει ο άνεμος.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

12/06/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.