Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΤΑ ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΣΤΟΛΗ

Μια χούφτα τόπος κι ένας κόσκινος ουρανός από πάνω του, είναι όλο - όλο το Πωγώνι. Κι εννοείται, σε αυτή την απόμερη περιοχή, κάμπο λένε μια απλοχεριά γης, που βρίσκεται ανάμεσα σε βράχους, μέσα σε δάση, πίσω από τη ράχη, κάτω στα πόδια του χωριού…
 
Ο μπάρμπα Στόλης, τότε νέος και όλο σφρίγος για δουλειά, επικεφαλής έμπειρης ταξιαρχίας λαχανικών, φρόντιζε μια λουρίδα γης, ένα χωράφι που ακουμπούσε την πλάτη του πάνω στο ποτάμι. 

Είχαν βρει το μπελά τους τα στελέχη του τομέα της Πολύτσανης. Η ταξιαρχία, παρόλο που παρήγαγε ικανοποιητική παραγωγή ντομάτας, πιπεριάς, μελιτζάνας…, στο λαχανοπωλείο, στον καταναλωτή έφτανε ελάχιστη. Την περισσότερη την έτρωγαν, την κατέστρεφαν επιτόπου στο χωράφι, πάνω στο φυτό, τα πουλιά. 

Αισθάνονταν άσχημα ο Αποστόλης Νάκας. Σαν υπεύθυνος, ανησυχούσε περισσότερο από τους άλλους. Δεν τον κολλούσε ύπνος. Έπεφτε πάνω στη ράχη του ολόκληρο βουνό το βάρος της αποτυχίας. 

Καθόταν στην άκρη του χωραφιού, ολομόναχος, έβγαζε από το κεφάλι το καπέλο, έξυνε την καταϊδρωμένη του φαλάκρα και όλο κατέβαζε γνώμη. Τον έτρωγε η σκοτούρα να βρει λύση. Διέξοδο για να σωθεί η λαχανοπαραγωγή. Να μην τρώνε πια τα πουλιά, μα οι πωγωνίσσιοι τα λαχανικά. 

Του πήγε ο νους στο θόρυβο. Σε ήχο. Πώς να τον προκαλέσει σε μόνιμη βάση, για να σκιάζει τα πουλιά. Να τα απομακρύνει. Να μην προσγειώνονται πια στο χωράφι. 

Μα… πώς κατορθώνεται αυτό; Με ποιον τρόπο; Ένας Θεός το ξέρει. 

Καταστάλαξε σε ορισμένες εκδοχές. Μία ήταν η εγκατάσταση σειρήνας. Μα… μια σειρήνα, για να μπει σε λειτουργία, χρειάζεται ρεύμα. Δηλαδή έξοδα. Την παράτησε αυτή κι ο νους του πάει σε άλλη. Και σε άλλη…

Βρες εκδοχή και ακύρωσε πάει η δουλειά. Ώσπου κατέληξε στην τελική ο Στόλης. Που ήταν εφαρμόσιμη, αποτελεσματική κι ανέξοδη. Στην κατασκευή απλού μηχανισμού, που να μπαίνει σε λειτουργία με την ελεύθερη ροή νερού. 

Εντάξει μέχρι εδώ. Μα… πώς κατασκευάζεται αυτός ο μηχανισμός;! Δεν ήταν εύκολο στις τότε συνθήκες. Παρόλα ταύτα δεν κώλωσε ο άνθρωπος. Ανέλαβε την πρωτοβουλία να τον φτιάξει. Στο σπίτι του, απλό και χωρίς έξοδα. Με αντικείμενα της πλάκας. 

Αξιοποίησε σαρδελοκούτια, ρουλεμάν, μερικά κουδούνια, ένα κουβάρι σπάγκο… Τίποτε περισσότερο. Με αυτά, μέσα σε λίγες ώρες ετοίμασε το μηχανισμό. 

Τον πήρε μετά και τον τοποθέτησε κοντά στο ποτάμι. Κανόνισε ένα ρυάκι νερό να πέφτει πάνω σε φτερωτή, η οποία τραβούσε συνέχεια ένα σπάγκο που κουνούσε μια σειρά από κρεμασμένα κουδούνια. 

Έτσι γέμισε ο τόπος από ήχους κουδουνιών. Σου έμοιαζε ότι στον αγρό είχε απλωθεί και σκάριζε ολόκληρο κοπάδι προβάτων. 

Αυτό ήταν όλο. Ο Στόλης, λοιπόν, στη φούρια της συγκομιδής, προκάλεσε τον αδιάκοπο θόρυβο κι έσωσε την λαχανοπαραγωγή.

Όλη αυτή η δουλειά έγινε σε διάστημα απουσίας του ταξίαρχου, ο οποίος βρισκόταν σε στρατιωτική εξάσκηση. Την ημέρα, που επέστρεψε στο καθήκον, σαν να τους έβαλε ο διάολος, φύτρωσε τσουκ στο χωράφι το επιτελείο του συνεταιρισμού μαζί με τον πρόεδρο. Ακούγοντας τον γλυκό ήχο των κουδουνιών ρώτησαν:

- Τι είναι αυτή η τόσο ωραία συναυλία; Πώς τα κατάφερες βρε Στόλη;

- Να σας πω. Κάτω στο ποτάμι έβαλα έναν μαθητή σχολείου, ο οποίος ταράζει συνέχεια το σπάγκο που κουνάει τα κουδούνια. 

Μιλώντας έριχνε λοξές ματιές προς τον ταξίαρχο, που είχε χλομιάσει και βουβαθεί τελείως. Τον έκαιγαν τα έξοδα, αλλά δεν μπορούσε να πει λέξη στο Στόλη, που τον εκτιμούσε αφάνταστα.

Τελειώνοντας την κουβέντα με το χαμόγελο στα χείλη, ο διακεκριμένος καινοτόμος τους καλεί να πάνε όλοι μαζί στο λάκκο να δούνε από κοντά το μαθητή που ταράζει το σπάγκο. Εκεί έπεσαν κάτω από τα γέλια με την καινοτομία. Τον απλό  περίεργο μηχανισμό που αντίκρισαν. 

Λες να είναι μόνο αυτή η εφεύρεση του μπάρμπα Στόλη; Και όχι βέβαια. Οι άλλες περνούσαν το χωράφι κι εστιάζονταν αλλού. Σε άλλα διάφορα μέτωπα… Κάλυπταν τις ανάγκες σε επίπεδο συνεταιρισμού.

Έφτιαξε τελεφερίκ για τη μεταφορά της κοπριάς στους στάβλους των αγελάδων, της παραγωγής στα χωράφια… Έβαλε σε λειτουργία το μηχάνημα αυτόματης λίπανσης των φυτών, που έλκονταν από βόδια, κλπ, κλπ. 

Ξυράφι το μυαλό του μπάρμπα Στόλη. Δεν παίζεται με τίποτε.


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
23/05/2014


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.