Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΤΟ ΑΜΠΕΛΙ ΤΟΥ ΖΕΡΒΑ»


(Στιγμιότυπο)

Στην Αυστραλία έμαθε ο Ζέρβας πώς να περιποιείται την κληματαριά.

Να τρυγάει, να επεξεργάζεται και να πουλάει το ώριμο, νόστιμο σταφύλι.

Να φτιάχνει το μούστο, να βγάζει μπρούσκο κρασί…

Όταν  εξοικονόμησε λεφτά, γύρισε πίσω, στον τόπο του.

Με την ιδέα να γίνει αμπελουργός.

Ανηφόρισε στο βουνό κι αγόρασε πάνω απ’ τη «Μουσιαγιάδα» προσήλια λακιά.

Την περιτριγύρισε μ’ οβορό, έφτιαξε ανάμεσα σε δύο βράχους στέρνα, φύτεψε συκιές, κυδωνιές, αχλαδιές…

…κλήματα κοντά σε ψηλά δέντρα, που αργότερα σκαρφάλωσαν πάνω τους κι έγιναν ωραίες περγουλιές.

Με ξάδελφό μου, που με πήγαινε με κλειστά μάτια στο παρατημένο - για ποιο λόγο, δεν το έμαθα ποτέ - «Αμπέλι του Ζέρβα», τίποτε δεν αφήναμε να ωριμάσει.

Ραβδίζαμε π.χ, πρόωρα την αμυγδαλιά και τρώγαμε άγουρους τους καρπούς της.

Την πράσινη ξινή φλούδα  και το κουκούτσι - χολή.

Το μούδιασμα των δοντιών μ’ οδηγούσε τότε στα σοφά των παλιών:

«Τα παιδιά τρώνε τα κούμπουλα και των γονιών μουδιάζουν τα δόντια».

Χωρίς να καταλαβαίνω η έκφραση αυτή πού σε πάει…

Γύρω απ’ τ’ «Αμπέλι του Ζέρβα» υπήρχαν πολλές γκορτσιές.

Έβαλε ένα τροπάρι ο συνεταιρισμός τον Τσάνε Μπότσι και τις μπόλιασε.

Τις γύρισε σ’ αχλαδιές.  

Η Λιόπω του Ράιδου, που έβοσκε τα γίδια εκεί κοντά, πήγαινε του Ζέρβα με το παγούρι νερό για να πιει.

…Λίγα στοιχεία διαθέτω για τ’ αμπέλι, ακόμα λιγότερα για το ποιος ήταν ο Ζέρβας.

Καθήκον μου είναι στο μέλλον να εμπλουτίσω την ιστορία αυτή.

Μάλλον να την εμπλουτίσουμε όλοι μαζί...


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
07/05/2016

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΠΩΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΝΤΙΝΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ !

Ήταν το 1978. Μετά από πολυήμερες δοκιμές, νυχτο - ξημερώματα πάνω στο χορό, ο όμιλος γυναικών της Δρόπολης ενόψει του Φολκλορικού Φεστιβάλ τ’ Αργυροκάστρου, ήταν έτοιμος, ν’ ανέβει στη σκηνή. Ασφαλώς, με την αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Με την τέλεια προετοιμασία του, τη δεξιοτεχνία του, θα ενθουσίαζε, στο αρχαίο κάστρο, τους θαυμαστές. Θα τους έκοβε για πολλοστή φορά, ξανά μόνο για λίγο την ανάσα. Ήταν η Ντίνα του Μήλου στην κορυφή. Η καλύτερη επιλογή - πρώτο μπόι, ευλύγιστο σώμα - με προσόντα καλλονής. Η λάμψη όλη πάνω της ... ! Αυτή καθόρισαν οι ειδικοί , αποκλειστικά, να σύρει το δροπολίτικο χορό. Ενώ, όλα ήταν έτοιμα και μετά από λίγες ώρες θα ξεκινούσε η εκδήλωση, ανώτατα κομματικά στελέχη έφεραν αντίρρηση. Παρενέβησαν στο φολκλόρ. Το ανέμισμα του μαντιλιού, δεν το εμπιστευόταν στην Ντίνα. Ως μέλος θιγμένης οικογένειας, δεν άρμοζε να είναι η Νίνα στην κορυφή. Να την έβγαζαν από το χορό; Ήταν πλέον αργά. Να την έβαζαν στο τέλος; Θα φαινόταν ξανά.  Σκέφτηκαν

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. Με τι να σχετίζεται τάχ

ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥΣ

(Κοινωνικό θέμα) Δεν μπορώ να καταλάβω την πράξη ορισμένων υπερηλίκων σε χωριά της Πάνω Δρόπολης, που καλούν μάστορα κι ετοιμάζει, στα «δυο μέτρα» τους στο νεκροταφείο, τον τάφο τους. Αποφασίζουν, κιόλας οι ίδιοι, να γίνει με γρανίτη ή με μάρμαρο... Για να έχει αντοχή και να μην λερώνεται... Εκτός από τον τάφο, από τις οικονομίες τους καλύπτουν-όταν έρχεται η ώρα-και τα έξοδα της κηδείας τους. Προσπαθώ να μπω στον κόσμο αυτών των ανθρώπων. Στην ψυχολογία τους, στο σκεπτικό τους, στο συναίσθημά τους κι αδυνατώ πραγματικά να συλλάβω την τόλμη τους, τη δύναμή τους. Φαίνεται, το γεγονός που τους αναγκάζει να κάνουν την πράξη αυτή, που τους οδηγεί να φτάσουν στο σημείο αυτό, είναι η ασθένεια της εποχής, που σε μεγάλο ποσοστό το παιδί παρατάει το γονιό. Κι όντας μόνος του, ο γέροντας, έχει χάσει την ελπίδα. Κι έχει αποκτήσει πλέον άλλη αντίληψη για τη ζωή του. Περιμένει χωρίς φόβο, χωρίς άγχος, ήρεμα, φυσιολογικά το θάνατό του. Ετοιμάζει και τον τάφο του.