Όσο κι αν φεύγεις
μακριά,
εδώ θα ‘ρχεσαι πάλι.
Στη μνήμη μας παντοτινά,
σαν κύμα στ’
ακρογιάλι.
Μεσ’ στα τραγούδια
σου, εσύ,
του χάρου έλεγες πάντα:
«Να παίρνεις γέροντες
μαζί,
και να ξεχνάς τα
νιάτα!».
Ούτε που σ’ άκουσε ο
φονιάς
και σου ‘κανε καρτέρι.
Μας έμπηξες μεσ’ στην
καρδιά,
το δίκοχο μαχαίρι.
«Πώς έφυγες έτσι
κρυφά,
με μάρανες τη δόλια!».
Ακούμε τη μανούλα σου,
να λέει στα
μοιρολόγια.
Να κλαίει τη βαθιά
πληγή,
τη λεβεντιά, τα νιάτα,
που πια δε θα τα δει
κανείς,
μεσ’ στη δικιά του
στράτα.
Πώς στέκεις έτσι
σιωπηλός,
κι ακίνητος, καμάρι;!
Εσύ ο γλεντζές που
απανωτό,
δεν άφηνες λιθάρι;!
Πες μας, Τάκη,
γλυκόλογα,
διώξε μας το φαρμάκι!
Άνοιξ’ τα μάτια τα
όμορφα,
κοίτα μας, πες μας κάτι!
Μονόκλαδο τον αδελφό,
τον άφησες μονάχο.
Να ‘χει χαμόγελο
πικρό,
να ‘χει την πίκρα
βράχο.
«Τέτα» τη φώναζες
μικρός,
«Τέτα» κι όντως
μεγάλος.
Τι πον’ έβαλε μέσα της,
στον κόσμο δεν ειν’ άλλος.
Μόλις ροδίζει η αυγή,
το παίρνει ένα
τροπάρι:
«Αχ, τι τη θέλω τη
ζωή,
χωρίς το παλικάρι!».
Έβγα, Τάκη, απ’ το
μάρμαρο,
τη γρανιτένια πέτρα!
Να δεις πώς κλαίει η
παρέα σου,
τι ντέρτι κρύβει μέσα!
Ποιος το ‘λεγε ότι θα ‘φευγες,
ποιος το πιστεύει
ακόμα!
Ότι ‘σαι τώρα μακριά,
μέσα στο μαύρο χώμα!
Όλοι οι μικροί του
μαχαλά,
ρωτάν σαν ναν’
μεγάλοι:
«Λες να ‘ρθει ο Τάκης μας
ξανά,
λες θα ‘ρθει ο Τάκης
πάλι;!».
Την αγκαλιά σου, τα
φιλιά,
τα ‘χουν νωπά ακόμα.
Όσο κι αν φεύγεις
μακριά,
θα σε κρατάν στο
στόμα.
Άνοιξ’ την πέτρα για
να βγεις,
αχ, παλικάρι απ’
αύτου!
Ξανά μεσ’ στη ζωή να ‘ρθεις,
μ’ όλη τη λεβεντιά
σου!
Στα γλέντια να μας τραγουδάς,
να μας πατάς το μάτι.
Να λες κρυφά στην
κοπελιά,
του έρωτα τα πάθη.
Μεσ’ στους χορούς,
στην κορυφή,
μεσ’ στα τραγούδια
αντάμα.
Να ‘σαι και πάλι
ολοζωής,
ασίκη στην καρδιά μας.
Όσο κι αν φεύγεις
μακριά,
εδώ θα ‘ρχεσαι πάλι.
Σαν χελιδόνι στη
φωλιά,
σαν κύμα στ’
ακρογιάλι.
(Γραμμένο στις 11/06/2000,
ένα χρόνο μετά από το θάνατό του).
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
17/01/2019
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου