Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ΓΛΕΝΤΖΕΣ ΤΟΥ ΜΑΧΑΛΑ ΜΑΣ


Αφιερωμένο στον Χρήστο ΚΟΡΚΑΡΗ.

Όσο κι αν φεύγεις μακριά,
εδώ θα ‘ρχεσαι πάλι.
Στη μνήμη μας παντοτινά,
σαν κύμα στ’ ακρογιάλι.

Μεσ’ στα τραγούδια σου, εσύ,
του χάρου έλεγες πάντα:
«Να παίρνεις γέροντες μαζί,
και να ξεχνάς τα νιάτα!».

Ούτε που σ’ άκουσε ο φονιάς
και σου ‘κανε καρτέρι.
Μας έμπηξες μεσ’ στην καρδιά,
το δίκοχο μαχαίρι.

«Πώς έφυγες έτσι κρυφά,
με μάρανες τη δόλια!».
Ακούμε τη μανούλα σου,
να λέει στα μοιρολόγια.

Να κλαίει τη βαθιά πληγή,
τη λεβεντιά, τα νιάτα,
που πια δε θα τα δει κανείς,
μεσ’ στη δικιά του στράτα.

Πώς στέκεις έτσι σιωπηλός,
κι ακίνητος, καμάρι;!
Εσύ ο γλεντζές που απανωτό,
δεν άφηνες λιθάρι;!

Πες μας, Τάκη, γλυκόλογα,
διώξε μας το φαρμάκι!
Άνοιξ’ τα μάτια τα όμορφα,
κοίτα μας, πες μας κάτι!

Μονόκλαδο τον αδελφό,
τον άφησες μονάχο.
Να ‘χει χαμόγελο πικρό,
να ‘χει την πίκρα βράχο.

«Τέτα» τη φώναζες μικρός,
«Τέτα» κι όντως μεγάλος.
Τι πον’ έβαλε μέσα της,
στον κόσμο δεν ειν’ άλλος.

Μόλις ροδίζει η αυγή,
το παίρνει ένα τροπάρι:
«Αχ, τι τη θέλω τη ζωή,
χωρίς το παλικάρι!».

Έβγα, Τάκη, απ’ το μάρμαρο,
τη γρανιτένια πέτρα!
Να δεις πώς κλαίει η παρέα σου,
τι ντέρτι κρύβει μέσα!

Ποιος το ‘λεγε ότι θα ‘φευγες,
ποιος το πιστεύει ακόμα!
Ότι ‘σαι τώρα μακριά,
μέσα στο μαύρο χώμα!

Όλοι οι μικροί του μαχαλά,
ρωτάν σαν ναν’ μεγάλοι:
«Λες να ‘ρθει ο Τάκης μας ξανά,
λες θα ‘ρθει ο Τάκης πάλι;!».

Την αγκαλιά σου, τα φιλιά,
τα ‘χουν νωπά ακόμα.
Όσο κι αν φεύγεις μακριά,
θα σε κρατάν στο στόμα.

Άνοιξ’ την πέτρα για να βγεις,
αχ, παλικάρι απ’ αύτου!
Ξανά μεσ’ στη ζωή να ‘ρθεις,
μ’ όλη τη λεβεντιά σου!

Στα γλέντια να μας τραγουδάς,
να μας πατάς το μάτι.
Να λες κρυφά στην κοπελιά,
του έρωτα τα πάθη.

Μεσ’ στους χορούς, στην κορυφή,
μεσ’ στα τραγούδια αντάμα.
Να ‘σαι και πάλι ολοζωής,
ασίκη στην καρδιά μας.

Όσο κι αν φεύγεις μακριά,
εδώ θα ‘ρχεσαι πάλι.
Σαν χελιδόνι στη φωλιά,
σαν κύμα στ’ ακρογιάλι.

(Γραμμένο στις 11/06/2000, ένα χρόνο μετά από το θάνατό του).

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
17/01/2019

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...