Μόλις είχε τελειώσει τη διετή
τεχνική σχολή, κι εκείνη την περίοδο, ως βοηθός τραχτερίστα, μέσα στη σκόνη και
στο λιοπύρι όργωνε τα χωράφια της κρατικής επιχείρησης.
Με τον Γιώργο ΛΕΖΟ από τη
Λεσινίτσα και τον Παναγιώτη ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ από το Βελιάχοβο, οι τρεις πυροστιά, αγανακτισμένοι,
πήραν πάνω στους σβόλους, μια κοινή απόφαση:
Να δραπετεύσουν απ’ τη χώρα αυτή,
που σου στερούσε την ελευθερία.
Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο. Οι δύο
να περνούσαν στην Ελλάδα, να οργανώνονταν και να γύριζαν ενισχυμένοι πίσω. Με
στόχο: να ενώσουν με αγώνα τον τόπο με τον εθνικό κορμό, με την Πατρίδα τους.
Ο Σπύρος, που θα έμενε στο
Δέλβινο, για να παρακολουθήσει την κατάσταση, μετά τη δραπέτευσή τους, υποσχέθηκε
να τους εξοπλίσει με κόκκινες ιταλικές χειροβομβίδες, απομεινάρια πολέμου, που
τις έβρισκε στα καλύβια του χωριού του.
Οι δύο: Γιώργος και Παναγιώτης,
Χριστούγεννα του '57 βρέθηκαν στους Φιλιάτες.
Ο ένας μετά τον άλλο επιστρέφουν
για να ξεκινήσουν τη δράση. Μέσω διαφώτισης, με σημαίες, προκηρύξεις...,
σκόπευαν να ξυπνήσουν συνειδήσεις, να ξεσηκώσουν τον κόσμο της περιοχής για
λύτρωση.
Μια μέρα να έλειπες τότε από τη
δουλειά, αμφέβαλλαν και σ' έψαχναν. Δεν έτρωγαν χορτάρι, δεν ήταν χαζοί οι
αλβανοί αστυνομικοί. Μάθαιναν, ακόμα και από το οικογενειακό σου περιβάλλον,
πού ήσουν και τι έκανες.
Μετά από τη σύλληψη των δύο, η
μέγγενη που έσφιγγε, το γερό ξύλο που έπεφτε, παρέδωσε και τον τρίτο.
Ρίχνοντάς του τις χειροπέδες, οι
αστυνομικοί κορόιδευαν τον Σπύρο:
«Για πες μας, ρε μάγκα τώρα, τις
κόκκινες χειροβομβίδες πού τις έχεις;!».
Από τα δεκαοχτώ χρόνια, που
τιμωρήθηκε, έκανε μόνο τα εννιά. Μειωνόταν διαρκώς η ποινή, λόγω αμνηστίας κι
εργασίας.
Στη φυλακή ο Σπύρος γνώρισε τη
Βασιλική ΤΣΙΑΜΗ, τον Κίτσιο ΜΠΟΜΠΟΛΗ, τον Τσίλη ΝΤΕΝΤΕ, τον Μήτρο ΞΕΡΡΑ, τον
Παναγιώτη ΚΟΝΙΝΗ ...
Βγήκε το '66 για να μπει, για
άλλα 3 χρόνια, ξανά σε κελί.
Αυτή τη φορά, εκνευρισμένος από
άτοπη κρητική: «Σαμποτάρεις! Δεν μαζεύεις καλά την παραγωγή», κρατώντας
στήριγμα ντοματιάς παραλίγο ν' ανοίξει το κεφάλι κομματικού στελέχους στο
Στιάρι.
Το συνοικέσιό του με τη Θεοδώρα
ΚΕΝΟΥΤΗ, από τη Δίβρη, που είχε φυλακισθέντες, σκοτωμένους, εξορισμένους,
δραπέτες εκείνη την περίοδο η οικογένειά της, έγινε στη φυλακή. Κι αυτή τότε
ήταν πικραμένη από το σύστημα ως το μεδούλι.
Το μικρόβιο του αγώνα, της θυσίας
ο Σπύρος και η οικογένειά του το κληρονομούσαν από παλιά.
Με τον εκδημοκρατισμό της
Αλβανίας, μετά το '90 οι δήμιοι πέρασαν κι αυτοί το σύνορο, ήρθαν στην Ελλάδα
να φάνε ψωμί από τον Έλληνα.
Συνάντησε τον δικαστή του ο
Σπύρος σε καφενείο της Αθήνας. Το κτήνος μόλις είδε το θύμα του, έπαθε πανικό.
Έπρεπε να τον πατούσε ο Σπύρος
σαν το σκουλήκι, δεν το έκανε. Μόνο τον ανάγκασε κι έβρισε, μπροστά στην παρέα
του, σύστημα και δικτάτορα.
Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
05/01/2019
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου