Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο).

Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:

 - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο;

(Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).  

Σήκωσα τις πλάτες…

- Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα.

Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο…

Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση.

Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του.

Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο.

Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων…

Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυαλό. Με το λεπτό του χιούμορ σκορπούσε γέλιο και χαρά σ’ όλη την παρέα του.

Πίνομε μαζί καφέ κι αναπαράγουμε τον παλιό καλό καιρό. 

Ο Κώστας μου θυμίζει:

- Κατέβαινες, με το σημειωματάριο στο χέρι, απ’ το λεωφορείο, που σ’ έφερνε απ’ το χωριό και μας χαιρετούσες ντροπαλά.

Χαρακτηρίζει τους συναδέλφους μου με τη σειρά:

Ντόμπρο αποκαλεί τον ένα, μουρούζη τον άλλο, ψηλομύτη τον περί άλλο…

Η πάλη του, σαν τυπογράφος, ξεκίνησε νωρίς. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα 16 του χρόνια όταν έπιασε δουλειά. Δεν είχε ξεκολλήσει ακόμα από τις παιδικές αναποδιές:

Από το σκαρφάλωμα στην ηλεκτρική κολόνα, για να φτάσει σκεπή μαγαζιού και να γράψει με κάρβουνο κάτω απ’ τη λαμαρίνα τ’ όνομά του.

Απ' το κρέμασμα πίσω από άμαξα μ’ άλογα, που μετέφερε απ’ τ’ Αργυρόκαστρο στα μαγαζιά του χωριού τρόφιμα, ρουχισμό, οικιακά σκεύη... και τον καροτσιέρη να τον χτυπά με κρανίτικη βέργα…

Μετά τη δουλειά έπεφτε να κοιμηθεί σ’ αποθήκη. Σκεπασμένος με μια παλιά φθαρμένη κουβέρτα.

Εργάστηκε πολλά χρόνια σε πρωτόγονες συνθήκες εκτύπωσης εφημερίδων, σχολικών και εξωσχολικών ελληνικών βιβλίων...

- Αργά - λέει - εξασφάλισε η επιχείρηση λινοτυπική μηχανή… Η intertip, που τη δούλευε ο Πέτρος Μπελάς και ο Παναγιώτης Αηδόνης, μπήκε στο τυπογραφείο στα τελευταία.
  
Ο Κώστας σφράγισε το δύσκολο κομμάτι της ζωής του - τον σκληρό αγώνα μέσα σε δηλητήρια, στο μολύβι, στ’ αντιμόνιο - το '91, πάνω στην αλλαγή του συστήματος.

Δεν έπαψε, όμως, να ενασχολείται με τα κοινά. Να συμπαραστέκεται ως βοηθός δικαστή, σε κόσμο και κοσμάκη.  

Ο χαρακτήρας του είναι να μην χαλάει το χατίρι κανενός. Να μην κάνει κακό σε συνάνθρωπο. 

Τον στιγμιαίο θυμό, τον πνίγει μέσα του…

Του δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδέψει σ’ αρκετές χώρες - είναι κοσμογυρισμένος πια ο Κώστας -.

Την Αμερική, όπου είναι η Ανίλα του παντρεμένη, την αλώνισε καλύτερα.

Βλέποντας την φοβερή εξέλιξη, λέει και ξαναλέει μετανιωμένος: 

- Τι χαζός ήμουν, που την έβριζα…!!!

Στο Σικάγο επισκέφτηκε ένα τεράστιο βιβλιοπωλείο, μέσα στο οποίο χάνεσαι κυριολεκτικά.

Παίρνει βιβλία στο χέρι, τα χαϊδεύει, τα περιεργάζεται. Προσέχει το δέσιμό τους, τη ράχη τους, την εξωτερική εμφάνιση ...

Άθελα του ‘ρχονται στο νου - σαν σε ταινία - τα σύρματα, το σφυρί, το σουφλί, η κόλληση… Ο πρωτόγονος τρόπος, που έδενε κάποτε βιβλία.

Κι ήταν έτοιμος να φωνάξει και να πει:

Τι ήταν αυτά που γίνονταν…(;!)


Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ

27/11/2014

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...