Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΜΠΕΚΙΑΡΩ

(Σύμφωνα με αφήγηση του Γιάννη ΜΠΕΚΙΑΡΗ)

H Μαρίκα γεννήθηκε στη Σμύρνη. Με την καταστροφή γυρίζει στη Δερβιτσάνη και παντρεύεται τον Μιχάλη Μπεκιάρη. Αποκτούν μαζί τρεις γιους: Το Βαγγέλη, που τον σκότωσαν οι ΕΑΜ - ητες στο Μέτσοβο, την περίοδο της ένταξής του με το Ζέρβα, τον Κώστα, που πέθανε στην Αμερική και τον Γιάννη.

Τον Οκτώβρη του ‘45 εξορίζεται η οικογένειά της, λόγω λιποταξίας των δύο πρώτων γιών. Η ιδέα της φυγής τους απ’ τον τόπο τους, ήταν η απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου. Πήγαν, για να οργανωθούν, πέρα από το σύνορο.

«Προτού μας μεταφέρουν σε παλιό ιταλικό στρατόπεδο της Κρούγια - αφηγείται ο Γιάννης - μας ταλαιπώρησαν, σχεδόν ένα μήνα, σε υγρά μπουντρούμια του κάστρου.
Η Κάμζα ήταν ο δεύτερος σταθμός απομόνωσης. Εκεί μας κρατούσαν μέσα σε συρματοπλέγματα. Ζούσαμε σε παράγκες, στηνόμασταν σε ουρά, για να παίρναμε το ζουμωνέρι σε γκαβέτα. Μετά από τρία χρόνια μας απόλυσαν».

Δύο χρόνια άφησαν την οικογένεια κάπως ήσυχη. Το ‘50, ίδιο μήνα, Οκτώβρη, πάλι την εξορίζουν, γι’ άλλα τρία χρόνια. Η αιτία; Ό,τι είχε μπει ο Κώτσιος Μπεκιάρης στο χωριό. Αληθινό γεγονός. Είχε έρθει και κρύφτηκε μια βδομάδα σε μπίμιτσα του Μπεκιάρη. Ο Γιάννης του πήγαινε νερό, φαγητό.
Στο Τεπελένι υποφέρανε πολύ. Κάθε πρωί όλους τους κρατούμενους τους οδηγούσαν στο βουνό, για να ‘κοβαν ξύλα και να τα κατέβαζαν ζαλωμένοι στο στρατώνα.
Μια αμνηστία τους γύρισε ξανά στο χωριό.

Πάντα το σπίτι, στην επιστροφή, το ‘βρισκαν άδειο, ρημαγμένο, δεν υπήρχε ούτε κουτάλι. Στην κατάσχεση τα καλύτερα τα έπαιρναν οι καλοί. Τίποτα δεν περίσσευε γι’ άλλους.
Σεντούκι, προίκα, κατσαρόλες, μπακιρικά … όλα άλλαζαν σπίτι. Άφηναν κρεμασμένη στον τοίχο, μόνον τη φωτογραφία του Μιχάλη, με την μαύρη κορδέλα του πένθους πάνω της.

«Το ‘49 θα ήτανε, αν δεν με απατά η μνήμη - μας αφηγείται άλλο περίεργο γεγονός ο Γιάννης, - η Μάνα μου μια χαραή, βρίσκει πίσω από την πόρτα του σπιτιού μάτσο με χρήματα.
Έρχεται μέσα και μου λέει: -Σήκω! Έλα να σου δείξω!
Ήταν λεφτά, σκύβω να τα πάρω.
-Μην τα πειράζεις! Μας δοκιμάζουν!
Ήταν πανέξυπνη γυναίκα.
Τα τυλίξαμε σ’ εφημερίδα και μόλις ξημέρωσε με στέλνει στο θείο Νάσο Μάνο στους Αγίους Σαράντα, ο οποίος αφού ακούει με προσοχή την όλη ιστορία, δρομολογεί λύση. Με τον αδελφό του, τον Βαγγέλη, απόφοιτο της Εμπορικής Σχολής Αθηνών, αλλάζουν τα λεφτά σε Τράπεζα. Μου δίνουν άλλα, εμένα δηλαδή και με συμβουλεύουν: - Να πεις της ξαδέρφης μας να ψωνίζει φτωχικά στο χωριό! Να παίρνει ένα κιλό ζάχαρη σήμερα, μισό κιλό λάδι την επόμενη …!  
Τα λεφτά, φαντάζομαι, θα τα είχε αφήσει εκεί ο Βαγγέλης, που επισκέπτονταν κρυφά το χωριό. Βοηθούσε την οικογένεια. Το ‘62, στην παντρειά μου ήρθε, μπήκε στο σπίτι κι αντάμωσε την Μάνα του. Κέρασε, ως άγνωστος, τη νύφη κι εξαφανίστηκε».

Η Μαρικά είναι η μόνη γυναίκα που βοήθησε εκείνα τα χρόνια ως νοσοκόμα το χωριό, αλλά και τους εξόριστους στην απομόνωση. Έκανε ενέσεις, ακόμα και μικροεπεμβάσεις … Συνεργάστηκε με το Τζια, με τον Γεωργίου, με τον Βασίλη το Μεγάλο, οι οποίοι της είχαν δώσει άδεια νοσοκόμας και την εφοδίαζαν με φάρμακα. Στην αυλή υπήρχε μια παράγκα. Εκεί έβραζε η Μπεκιάρω τις ενέσεις, έκαιγε το ξυράφι, ετοίμαζε τις αλοιφές, για τις πληγές ...

Όταν σκότωσαν το Σιαχίνη, η Μπεκιάρω δεν φοβήθηκε. Πήγε στ’ Αργυρόκαστρο, βοήθησε κι αυτή στη μεταφορά της σορού του στο χωριό.
Πέντε γυναίκες τον έκλαψαν. Ανάμεσά τους κι η Μαρίκα.

Του πήρε μοιρολόι…

Γιώργος ΜΥΤΙΛΗΣ
01/04/2018       

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«ΟΜΟΡΦΟΣ ΝΕΚΡΟΣ»

(Κοινωνικό θέμα) Φέρνω στο νου μου δύο συγκινητικές στιγμές, που σχετίζονται με το μοιραίο. Με το θάνατο. Τη μία την αποτύπωσα σε συζήτηση με τον οφθαλμίατρο, Χρηστάκη Τζούμπη. Λέει ο φίλος μου: «Δε φοβάμαι το θάνατο, αλλά τον τάφο. Το παράχωμα. Το χώμα που ρίχνει πάνω στο νεκρό ο νεκροθάφτης. Απ’ αυτό πανικοβάλομε. Κι η μάνα μου δεν φοβόταν το θάνατο. Εσένα, αγόρι μου, πονώ, μου έλεγε πριν φύγει. Σε σκέφτομαι στεναχωρημένο με το δάκρυ στο μάτι, να κάθεσαι πάνω από το στολισμένο φέρετρό μου στη μέση του οντά και θλίβομαι». Ο Χρηστάκης καταλήγει:  «Ακόμα και στα τελευταία της, η καλή μου μάνα, είχε όμορφη ψυχή!»      Η δεύτερη στιγμή: Μου έχει συμβεί να ακούω, συνήθως γυναίκες, βγαίνοντας από παρηγοριά, από οικογένεια που έχασε αγαπημένο πρόσωπο, ανάμεσα στα διάφορα, να λένε: «Όμορφος νεκρός. Σαν να κοιμόταν. Σαν να ήταν ζωντανός. Έτοιμος να σου μιλήσει … !». Σε μέρα βαθιού πόνου, πένθους γίνεται η συζήτηση. ...

«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΡΕ ΠΑΛΙΟ ΨΩΜΙ…!»

(… Έτσι φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, όταν βρισκόμαστε με το φίλο μου, τον τυπογράφο). Όταν το ‘83, νέος δημοσιογράφος, επισκέφτηκα το Βουλιαράτι, στο καφενείο μού απεύθυναν το ερώτημα:  - Μήπως δουλεύεις μαζί με τον Κώστα Λάγιο στο τυπογραφείο; (Ορισμένοι, ακόμα και σήμερα, το δημοσιογράφο τον μπερδεύουν με τον τυπογράφο).   Σήκωσα τις πλάτες… - Όχι, δεν τον γνωρίζω - τους απάντησα. Ως τότε, δεν ήξερα καν όλο το προσωπικό του «Λαϊκού Βήματος», όχι και τυπογράφο… Με τους τυπογράφους ήρθα σ’ επαφή αργότερα, όταν το ‘φερε η δουλειά. Να ελέγχω την εφημερίδα της σειράς, από τη στοιχειοθέτηση και μέχρι την εκτύπωση. Συνήθως καθόμουν πάνω από το κεφάλι του Κώστα και κοιτούσα μ’ απορία την κουραστική εργασία του. Πώς έπαιρνε, ένα - ένα τα γράμματα απ’ τα κουτάκια της κάσσας και τ’ αράδιαζε με περίσσια υπομονή και αγάπη στο συνθετήριο. Κι «έγραφε», καλαίσθητα, τους τίτλους των κειμένων… Ήταν αστείος απ’ την κούνια, πειραχτήρι με ανοιχτό μυα...

ΤΟ ΖΟΥΛΑΠΙ

Πρώτα, να ξεδιαλύνουμε την απορία. Να μάθουμε πώς μπήκε ουρά, πίσω από το ονοματεπώνυμο, Κώστας Φράγκος, το «ζουλάπι».   Το ξεκίνησε ο πατέρας του, ο Πέτρος, σαν χαϊδολόγημα. Όταν ο Κώστας ήταν τόσος δα μικρούλης. Έφτασε μετά στην παρέα του , που το χειρίστηκε σαν παρατσούκλι. Αντί να το αισθανθεί σαν προσβολή, του έκατσε ωραία του Κώστα το παρατσούκλι. Όταν άνοιξε λογαριασμό στο facebook, αυτοσυστήθηκε με το περίφημο «ζουλάπι».   Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο Κώστας αποφάσισε να εμφανιστεί. Να μην μείνει στην αφάνεια. Δήλωσε το πραγματικό του όνομα. Αλλά, από αδυναμία για το παρατσούκλι, κράτησε και το «ζουλάπι».   Συχνά - πυκνά, στην τάξη, τον μικρό Κώστα, τον αποκαλούσαν Αλβανό. Μου ομολογεί την πρώτη περίπτωση, που τον πρόσβαλαν άσχημα και του έκατσε καρφί: «Μπήκε η δασκάλα στην τάξη και ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τα αλλοδαπά παιδιά. Το σήκωσαν κάτι Πολωνάκια, κάτι Αλβανάκια... Εγώ δεν το σήκωσα. Ρίχνει μια ματιά η δασκάλα στον κατάλογο ...